Κεφάλαιον ΣΤ΄
Όπως οί λεγόμενοι Θεωρητικοί ’Ιατροί δέν γνωρίζουν μόνο νά θεραπεύουν τίς έξωτερικές καί φαινόμενες πληγές τού σώματος, άλλά διά μέσου τού σφυγμού γνωρίζουν καί τίς έσωτερικές καί άόρατες άσθένειες τής καρδίας, τών σπλάγχνων καί τής άλλης άφανούς οικονομίας τού άνθρωπίνου σώματος καί έτσι τίς θεραπεύουν· έτσι καί έσύ, ώ Πνευματικέ, δέν άρκεί μόνο νά γνωρίζης νά ίατρεύης τά έξωτερικά πάθη τής ψυχής, πού είναι αύτές οί πράξεις καί τά έργα καί τά άποτελέσματα τής άμαρτίας· άλλά πρέπει, έκτος άπό αύτά, μέ τήν έξομολόγησι τού μετανοούντος νά γνωρίζης καί τίς έσωτερικές πληγές τής ψυχής του, πού είναι τά κρυμμένα πάθη, πού βρίσκονται στήν καρδιά του, καί οί έμπαθείς καί πονηροί λογισμοί καί έτσι νά τά ίατρεύης μέ μεγάλη έπιθυμία καί προσοχή. Γι’ αύτό κρίναμε εύλογο, νά σού σημειώσουμε έδώ μερικά Γενικά καί Απαραίτητα περί τών λογισμών.
Πόσων ειδών είναι οί λογισμοί.
Γνώριζε λοιπόν, Πνευματικέ, ότι γενικά όλοι οί λογισμοί διαιρούνται σέ τρία. Καί άλλοι μέν είναι λογισμοί καλοί, άλλοι δέ λογισμοί μάταιοι καί άργοί καί άλλοι λογισμοί κακοί. “Οσον άφορά λοιπόν στούς καλούς λογισμούς, δέν είναι άνάγκη νά λεπτολογούμε έδώ, πώς καί άπό ποιά μέρη γεννιώνται τής ψυχής· άρκούμαστε λοιπόν, ότι αύτοί είναι καλοί καί στήν συνέχεια ώφέλιμοι καί σωτηριώδεις στήν ψυχή. Τόσο μόνο σού λέμε, Πνευματικέ, ότι, έάν κανείς σού πή στήν έξομολόγησι, ότι έχει καλούς λογισμούς, νά τόν συμβουλεύης νά προσέχη καλά, γιά νά ταπεινώνεται καί ποτέ νά μή ξεθαρρεύση στόν έαυτό του καί ύπερηφανευθή· α’) διότι ό άνθρωπος άπό μόνος του δέν μπορεί, όχι έργο καλό νά κάνη ή νά πή λόγο άγαθό, άλλ’ ούτε νά σκεφθή έναν καλό λογισμό, χωρίς τήν δύναμι καί βοήθεια τού Θεού· «Άπό μόνοι μας δέν είμαστε ικανοί νά θεωρήσουμε ότι κάτι προέρχεται άπό έμάς τούς ίδιους άλλά ή ικανότητά μας προέρχεται άπό τόν Θεό» (Β’ Κορινθ. 3,5)· β’) διότι ό διάβολος είναι τόσο πανούργος καί κακός, πού πολλές φορές καί άπό τό καλό βγάζει κακό καί διά μέσου τών άγαθών λογισμών ρίχνει έκείνους, πού δέν προσέχουν, σέ οίησι καί έπαρσι καί ύψηλοφροσύνη, άπό τήν όποια προέρχεται ή τής ψυχής άπώλεια καί ό θάνατος. “Ετσι λέει ό Παϋλος
- «Ή άμαρτία γιά νά φανή άμαρτία, μέσω τού άγαθού μέ ώδήγησε στόν θάνατο» (Ρωμ. 7,13)· γ’) διότι ό άνθρωπος δέν παραμένει ποτέ σέ μία κατάσταση άλλά είναι τόσο τρεπτός καί τόσο γρήγορα άλλοιώνεταη ώστε τήν μία στιγμή βρίσκεται στόν Παράδεισο καί τήν άλλη στιγμή βρίσκεται στήν κόλασι μέ τούς λογισμούς, όπως είπε ένας Όσιος. Καί ό Άγιος ’Ισαάκ λέει· «Μέ τήν διάνοια γινόμαστε καλλίτεροι καί μέ τήν διάνοια γινόμαστε άχρηστοι» (Λόγ. μθ’ σελ. 300)· έτσι καί αύτός, πού σήμερα έχει καλούς λογισμούς, αύριο μπορεί νά έχη κακούς. Καί δ’) νά τού λές, ότι ό διάβολος έχει μεγαλύτερο φθόνο καί περισσότερο πόλεμο έναντίον έκείνων, πού έχουν τούς καλούς λογισμούς· καί λοιπόν στήν συνέχεια καί αύτός χρειάζεται νά έχη περισσότερο φόβο καί προσοχή μεγαλύτερη στόν έαυτό του.
Ποιοι είναι καί πώς διορθώνονται οί μάταιοι λογισμοί.
Όσον άφορά λοιπόν στούς μάταιους καί καί άργούς λογισμούς· άργούς καί μάταιους λογισμούς ονομάζω έκείνους, πού δέν βοηθούν στόν σκοπό καί στό τέλος τής σωτηρίας, τόσο τής δικής μας ψυχής, όσο καί τής τού πλησίον καί πού δέν άποσκοπούν στήν άναγκαία χρεία καί σύστασι τού σώματός μας, άλλά στά περιττά καί σέ όσα είναι πάνω άπό τήν άνάγκη, καί άν άκόμη είναι καί καλοί. Γεννιώνται λοιπόν οί μάταιοι καί άργοί αύτοί λογισμοί, σύμφωνα μέ τόν μέγα Βασίλειο ή άπό τήν άργία τού νού, πού δέν άσχολείται στά άπαραίτητα, ούτε πιστεύει, πώς ό Θεός είναι παρών καί έξετάζει τίς καρδιές καί τούς διαλογισμούς· «Γίνεται ό μετεωρισμός καί οί διαλογισμοί άπό τήν άργία τού νού, ό όποίος δέν άσχολείται μέ τά άπαραίτητα· άργεί δέ ό νούς καί άμεριμνεί, έπειδή δέν πιστεύει, ότι είναι παρών ό Θεός καί έξετάζει καρδιές καί νεφρούς… διότι έκείνος πού σκέφτεται αύτό, ποτέ δέν θά τολμήση, ούτε θά έχη χρόνο νά σκεφθή κάτι άπό αύτά, πού δέν βοηθούν τήν οικοδομή τής πίστεως, καί άν άκόμη φαίνεται, ότι είναι καλό» (όρ. κατ’ έπιτ. κα’). Γι’ αύτούς λοιπόν τούς άργούς καί μάταιους λογισμούς συμβούλευε τόν μετανοούντα νά μή άφήνη τόν νού του νά ρεμβάζη καί νά μετεωρίζεται σέ αύτούς· α’) διότι όπως γιά τόν άργό λόγο θά δώσουμε λόγο έν ημέρα κρίσεως, όπως είπε ό Κύριος· «Σάς λέω ότι γιά κάθε άνώφελο λόγο, πού θά πούν οί άνθρωποι, θά λογοδοτήσουν γι’ αύτόν τήν ήμέρα τής κρίσεως» (Ματθ. 12,36)· έτσι ίσως θά δώσουμε λόγο καί γιά τούς άργούς καί μάταιους λογισμούς καί μάλιστα, έάν θεληματικά άφίνουμε τόν νού μας νά τρέχη σ’ αύτούς. Καί αύτό είναι φανερό άπό έκεί, όπου ό Κύριος κατακρίνει καί κατηγορεί έκείνους τούς δούλους, πού στέκονται άργοί· «Γιατί κάθεστε έδώ άργοί όλη τήν ήμέρα;» (Ματθ. 20,6)· β’) διότι οί μάταιοι αύτοί λογισμοί μάς ύστερούν άπό τούς ώφέλιμους καί σωτηριώδεις λογισμούς, τούς όποίους μπορούσαμε νά έχουμε άντί γι’ αύτούς· καί γ’) έπειδή αύτοί καθ’ έαυτούς οί άργοί λογισμοί είναι κακοί, έπειδή γίνονται αίτια νά σταματήσουν οί καλοί καί γίνονται άρχή τού κακού, έπειδή δίνουν είσοδο καί άδεια στόν διάβολο νά σπείρη στόν άργό νού μας τά ζιζάνια τών κακών λογισμών. Έτσι τό διαβεβαιώνει ό Θεολόγος Γρηγόριος· «Είθε νά χαθή ή κακία καί ή πρώτη της άρχή καί αύτός, πού σπέρνει τά ζιζάνια, πονηρός, ένώ έμείς κοιμόμαστε, ώστε νά γίνεται άρχή τού κακού ή άμέλεια τού άγαθού, όπως άκριβώς καί τού σκότους, ή τού φωτός ύποχώρησις» (Λόγ. στόν Έξισωτή).
Άπό πόσες αιτίες γεννιώνται οί κακοί λογισμοί.
Οί κακοί λογισμοί πάλι [45] γνώριζε, ότι γεννιούνται γενικά άπό δύο αιτίες, μία έξωτερική καί άλλη έσωτερική. Καί έξωτερική αίτια τών κακών λογισμών είναι τά αισθητά άντικείμενα τών πέντε αισθήσεων· δηλαδή τά ορατά, τά άκουστά, τά όσφραντά, τά γευστά, τά άπτά· δηλαδή οί κακές καί άσεμνες καί θεατρικές θεωρίες, τά αισχρά λόγια καί πορνικά άσματα καί τραγούδια, οί μυρωδιές καί οί μόσχοι καί τά άρώματα, τά τρυφηλά φαγητά καί ήδονικά ποτά, τά λαμπρά καί μαλακά φορέματα καί τά άπαλά στρώματα. Όλα λοιπόν αύτά γεννούν στήν ψυχή λογισμούς έμπαθείς καί ήδονικούς καί στήν συνέχεια άμαρτητικούς καί θανατηφόρους· γι’ αύτό καί ό Προφήτης ‘Ιερεμίας άπό τό ένα μέρος έλεγε· «Άνέβη θάνατος διά τών θυρίδων» (Ίερ. 9,21)· θυρίδες έννοώντας τίς πέντε αισθήσεις· άπό δέ τό άλλο, ό Θεολόγος Γρηγόριος, σχεδόν τό ίδιο ρητό άναλυτικώτερα έκθέτοντάς το έγραφε «Διατηρείται στήν πέμπτη ήμέρα (τό πρόβατο δηλαδή πού θυσιάζεται στό Πάσχα), πιθανόν έπειδή τό δικό μου θύμα είναι καθαρτικό τών αισθήσεων, άπό τίς όποιες προέρχεται τό πταίειν καί γύρω άπό τίς όποιες άναφέρεται ό πόλεμος, έπειδή αύτές δέχονται τό κέντρο τής άμαρτίας» (Λόγ. στό Πάσχα).
Πόσες καί ποιές είναι οί έσωτερικές αιτίες τών κακών λογισμών.
Οί έσωτερικές αιτίες τών κακών λογισμών είναι τρεις:
Α. Ή φαντασία, πού είναι σάν μία άλλη δεύτερη αίσθησις καί δέχεται καί τυπώνει όλες τίς εικόνες καί τά αισθήματα πού μπαίνουν άπό τίς πέντε αισθήσεις· δηλαδή τών άπτών, τών γευστών, τών όσφραντών, ιδιαίτερα όμως τών άκουστών καί τών ορατών· γι’ αύτό ή φαντασία αίσθησις έσωτερική ονομάζεται, διότι παρουσιάζει τά αισθητά τόσο χονδρά καί καθαρά, όπως καί οί έξωτερικές αισθήσεις· αΐσθησις πάλι κοινή ονομάζεται, σύμφωνα μέ τόν Αριστοτέλη, διότι όλων γενικά τών αισθήσεων δέχεται τίς ’Ιδέες. Καί αύτό είναι φυσικό· έπειδή, όπως μέσα στό κέντρο τού κύκλου ένώνονται οί γραμμές έκείνες, πού είναι χωρισμένες έξω στήν περιφέρεια, έτσι καί μέσα στήν φαντασία τής ψυχής ενώνονται οί αισθήσεις έκείνες, πού διασπασμένες στά έξωτερικά, ένώνονται άσυγχύτως. Άπό τήν φαντασία λοιπόν αύτή γεννιώνται κακοί λογισμοί στήν ψυχή, άφού αύτή αισθάνεται καί άντιλαμβάνεται έκεί νοερά μέ τήν μνήμη, όσα κακώς είδε έξω ή άκουσε ή ώσφράνθηκε ή γεύθηκε ή έπιασε· καί, μολονότι αισθητά βρίσκεται άπό αύτά μακριά σέ μεγάλη άπόστασι, ήσυχάζει μέσα στήν πανέρημο. Γι’ αύτό είπε στά τετράστιχα ό Θεολόγος·
«Μέ συνήρπασε ή όψις, άλλά κρατήθηκα.
Δέν έστησα είδωλο στήν άμαρτία.
Στήθηκε είδωλο; Ξεφύγαμε τήν πράξι.
Αύτοί είναι οί βαθμοί τής πάλης μέ τόν πονηρό».
Άκούς; στάθηκε, λέει, τό είδωλο τής άμαρτίας καί δέν τυπώθηκε στήν φαντασία; γλύτωσε άμέσως καί ή ψυχή άπό τήν πείρα, δηλαδή άπό τήν συγκατάθεσι τών λογισμών ή καί τήν διάπραξι τής άμαρτίας.
Β’. Αιτία είναι τά πάθη, τά όποια, γενικά μέν είναι δύο· άγάπη καί μίσος ή ηδονή καί οδύνη· δηλαδή κινούμαστε μέ πάθος ή έπειδή άγαπούμε κάποιο πράγμα ώς ήδονικό ή έπειδή τό μισούμε ώς οδυνηρό. Είδικώτερα όμως διαιρούνται στά τρία μέρη τής ψυχής· στό λογιστικό, επιθυμητικό καί θυμικό. Καί τού μέν λογιστικού πάθη, σύμφωνα μέ τόν θείο Γρηγόριο τόν Σινάίτη, είναι· ή άπιστία, ή βλασφημία, ή πονηριά, ή περιέργεια, ή διψυχία, ή καταλαλιά, ή άνθρωπαρέσκεια, ή φιλοδοξία, ή ύπερηφανία καί άλλα. Τού έπιθυμητικού πάλι πάθη είναι· ή πορνεία, ή μοιχεία, ή άσωτία, ή πλεονεξία, ή άκολασία, ή άκρασία, ή φιληδονία, ή φιλαυτία καί άλλα. Ένώ τού θυμικού πάθη είναι ή όργή, ή πικρία, ή κραυγή, τό θράσος, ή έκδίκησις καί άλλα.
Άπό αύτά λοιπόν τά πάθη τής ψυχής κυρίως καί άργότερα γεννώνται οί κακοί λογισμοί, διαιρούμενοι καί αύτοί παρόμοια μέ τά πάθη, σέ τρία: Δηλαδή άπό τά πάθη τού λογιστικού προέρχονται κακοί λογισμοί, οί όποίοι μέ ένα γενικό όνομα καλούνται βλάσφημοι λογισμοί. Άπό τά πάθη τού έπιθυμητικού προέρχονται οί λεγόμενοι αισχροί λογισμοί. Καί άπό τά πάθη τού θυμικού προέρχονται οί λεγόμενοι πονηροί λογισμοί. Γι’ αύτό είπε ό άνωτέρω Σιναΐτης Γρηγόριος, ότι «λογισμών αιτίες είναι τά πάθη» (Κεφ. ξβ’ Φιλοκαλ. 886). Καί ό Άββάς ’Ισαάκ γι’ αύτό προσβολές ονομάζει τά πάθη, έπειδή προσβάλλουν τήν ψυχή καί κινούν τούς έμπαθείς λογισμούς» (Λόγ. λη’, σελ. 242).
Γ. Αιτία τών κακών λογισμών έσωτερική καί προκαταρκτική, είναι οί δαίμονες· διότι αύτοί οί κατάρατοι, πνεύματα όντα λεπτά καί στήν επιφάνεια τής καρδίας βρισκόμενα, όμιλούν άπό έκεί μέ τόν ένδιάθετο λόγο καί ύποβάλλουν άπό μέσα όλους τούς βλάσφημους λογισμούς, όλους τούς αισχρούς, όλους τούς πονηρούς καί γενικά όλους τούς κακούς λογισμούς· διαμορφώνουν δέ τήν φαντασία μέ τά αισχρά καί άκάθαρτα είδωλα, τά όποια προέχονται άπό τίς αισθήσεις, τόσο στόν ύπνο, όσο καί όταν ό άνθρωπος είναι ξύπνιος. Άπό αύτά ύποκινούν τά προαναφερθέντα πάθη στά τρία μέρη τής ψυχής καί κάνουν τήν ταλαίπωρη ψυχή σπήλαιο ληστών καί καταγώγιο τών παθών τους. Γι’ αύτό είπε ό άνωτέρω Σινά’ϊτης Γρηγόριος· «Σημείωσε, ότι προύπάρχουν τών μέν λογισμών οί αιτίες, τών φαντασιών οί λογισμοί, τών παθών οί φαντασίες, τών δέ δαιμόνων τά πάθη… άλλά τίποτε δέν ένεργεί άπό μόνο του, άλλ’ άπό τούς δαίμονες ένεργείται· ούτε φαντασία είδωλοποιείται, ούτε πάθος ένεργεί χωρίς τήν λανθάνουσα κρυφή δαιμονική δύναμι» (Κεφ. ο’ Φιλοκαλ. σελ. 887). Καί άλλού ό ίδιος λέει· «Οί λογισμοί είναι λόγοι τών δαιμόνων καί τών παθών πρόδρομοι» (Κεφ. ξζ’). Συμφωνώντας μέ αύτόν λέει καί ό Άγιος ’Ισαάκ· «Έγώ πράγματι πιστεύω τό έξής, ότι δηλαδή ό δικός μας νούς καί χωρίς τήν μεσιτεία τών άγιων Αγγέλων άπό μόνος του μπορεί νά κινηθή πρός τό άγαθό, χωρίς νά διδαχθή άπό κανένα· τήν γνώσι όμως τών κακών, χωρίς τήν μεσολάβησι τών δαιμόνων, δέν δέχονται οί αισθήσεις (οί έσωτερικές δηλ.), ούτε κινούνται σ’ αύτές» (Αόγ. πδ’ σελ. 476). Βλέπε στόν ίδιο καί σελ. 470.
Δ’. Αιτία έσωτφική τών λογισμών, σέ άπόστασι όμως, ειναι ή έμπαθής καί διεφθαρμένη κατάστασις τής άνθρωπίνης φύσεως, πού προήλθε: μέν άπό τήν προπατορική άμαρτία, παρέμανε όμως καί μετά τό Βάπτισμα στήν φύσι, όχι ώς άμαρτία προπατορική (διότι αύτή άναιρέθηκε μέ τό Βάπτισμα, σύμφωνα μέ τόν ρκ’ Καν. τής έν Καρθαγένη), άλλ’ ώς ποινή τής προπατορικής άμαρτίας, γιά άγώνα καί δοκιμή τού αύτεξουσίου καί άνταπόδοσι σττφάνων καί περισσοτέρων μισθών, σύμφωνα μέ τούς Θεολόγους. Άφού λοιπόν ό νούς μετά τήν παράβασι έχασε τήν άπλή ένθύμησι καί τόν λογισμό, πού είχε μόνο στό καλό, τώρα θέλοντας νά θυμηθή καί νά συλλογισθή τό καλό, άμέσως μοιράζεται καί συλλογίζεται καί τό κακό· γι’ αύτό είπε ό Σιναΐτης θείος Γρηγόριος· «Άρχή τών λογισμών καί αίτια, είναι ή ένιαία άπλή μνήμη τού άνθρώπου, ή όποια μέ τήν παράβασι διασπάσθηκε, καί έτσι έχασε καί τήν θεία μέ τίς δικές της δυνάμεις (μνήμη δηλ.), άφού άπό άπλή έγινε σύνθετη καί ποικίλη άπό ένα είδος» (Κεφ. ξ’).
Πόσες καί ποιές είναι οί Ίατρείες τών κακών λογισμών.
“Εμαθες, Πνευματικέ, άπό ποιές αιτίες προέρχονται οί κακοί λογισμοί· μάθε τώρα καί πώς νά τούς θεραπεύης. Όπως λοιπόν σού είπαμε έκεί, ότι είναι δύο οί γενικές αιτίες τών κακών λογισμών, έτσι καί έδώ σού λέμε ότι είναι καί δύο οί γενικές τους θεραπείες, δηλαδή έξωτερικές καί έσωτερικές. Καί οί μέν έξωτερικές θεραπείες είναι αύτές· δηλαδή τό νά συμβουλεύης τόν μετανοούντα νά μή περιεργάζεται, ούτε νά τεντώνη τά μάτια του έπάνω στά όμορφα πρόσωπα τόσο τών γυναικών, όσο καί τών νέων άνδρών, έπειδή «έκ τού όράν τίκτεται τό έράν», σύμφωνα μέ τό παλαιό άπόφθεγμα καί έπειδή τό κεντρί τής ήδονής εισχωρεί στήν ψυχή άπό τίς παρόμοιες θεωρίες, σύμφωνα μέ τόν Βασίλειο (Λόγ. πρός τούς Νέους), καί στήν συνέχεια κύματα λογισμών αισχρών καί άτοπων σηκώνονται στήν καρδιά, τά όποια σέ όλη τήν ύπόλοιπη ζωή καταβυθίζουν τόν νού. Τό νά τόν συμβουλεύης νά κλείνη τά αύτιά του, γιά νά μήν άκούη κανένα κακό λόγο, ιδιαίτερα όμως τά έρωτικά καί αισχρά τραγούδια, όπως παραγγέλλει ό Θεολόγος, λέγοντας· «Μέ τό κερί τά αύτιά κλείνε στά άπρεπή λόγια, καί στών γλυκών τραγουδιών τά ώραΐα τσακίσματα»· έπειδή άπό τήν άκοή αύτών ταράσσεται ή ψυχή καί άρχίζει νά δημιουργή είδωλα αισχρά στήν φαντασία της καί νά δέχεται πορνικούς λογισμούς στήν καρδιά της.
Τό νά τόν συμβουλεύης νά φυλάη τήν όσφρησί του άπό μυρωδικά καί άρώματα, διότι αύτά δέν είναι γνωρίσματα άνδρών, άλλά γυναικών καί γυναικών όχι σεμνών καί σωφρόνων, άλλά άσέμνων καί όχι σωφρόνων. Νά φυλάη τήν γεΰσι του άπό τά πολυποίκιλα καί τρυφηλά φαγητά καί τήν γλώσσα του άπό τό νά λέη αισχρά, ύβριστικά καί άπρεπα λόγια· έπειδή, κατά τόν Θεολόγο, λίγη διαφορά ύπάρχει άνάμεσα στόν λόγο καί στό έργο. «Μικρή είναι ή άπόστασι άπό τό νά πή κανείς κάτι καί νά τό κάνη». Νά φυλάη τήν άφή καί τά χέρια του άπό μαλακά ρούχα καί λαμπρά φορέματα καί νά προσέχη νά μήν άγγίζη χωρίς άνάγκη, όχι μόνο έπάνω σε ξένα σώματα, άλλά καί έπάνω στό σώμα τό δικό του, όπως παραγγέλλει ό ‘Άγιος ’Ισαάκ. Αύτά όλα λοιπόν όσο περισσότερο φυλάγονται, τόσο περισσότερο λιγοστεύουν άπό τήν ψυχή καί τούς κακούς λογισμούς, όπως καί τό άντίθετο, όσο λιγώτερο αύτά φυλάγονται, τόσο περισσότερους κακούς λογισμούς γεννούν· διότι, άν μόνον τά άπλά αισθητά γεννούν φυσικά ψιλούς λογισμούς, σύμφωνα μέ τόν Σαιναΐτη Γρηγόριο, πού άναφέρθηκε πολλές φορές· «Γεννά ή ύλη τών πραγμάτων ψιλούς λογισμούς» (Κεφ. ξηΈ πώς τά έμπαθή καί ήδονικά αισθητά δέν θά προξενήσουν στήν ψυχή ήδονικούς καί έμπαθείς λογισμούς;
Έκείνους πάλι, πού έχουν λογισμούς βλάσφημους ή λογισμούς αισχρούς ή λογισμούς πονηρούς, συμβούλευε, Πνευματικέ, νά θεραπεύουν πρώτα τά πάθη τών τριών μερών τής ψυχής τους, άπό τά όποια προέρχονται αύτοί οί κακοί λογισμοί, όπως προείπαμε. Γιά παράδειγμα, όσοι πολεμούνται άπό τούς λογισμούς τής βλασφημίας46, πρέπει νά καθαρίζουν τό λογιστικό μέρος τής ψυχής τους μέ τήν ιερή προσευχή, σύμφωνα μέ τόν ‘Άγιο Μάξιμο, μέ τήν χύσι τών δακρύων καί τήν άποχή τής άναγνώσεως τών αιρετικών Βιβλίων, σύμφωνα μέ τόν Άγιο ’Ισαάκ (Λόγ. κγ’ σελ. 138), μέ τήν πνευματική γνώσι τών θείων Γραφών, σύμφωνα μέ τόν θείο Σεραπίωνα καί ιδιαίτερα μέ τήν ταπεινοφροσύνη. Μέ αύτά λοιπόν καί τά παρόμοια, όταν θεραπευθή τό λογιστικό μέρος τής ψυχής, στήν συνέχεια θεραπεύονται καί οί λογισμοί τής άπιστίας καί τής βλασφημίας, πού προέρχονται άπό τό λογιστικό. Όσοι πάλι πολεμούνται άπό τούς αισχρούς λογισμούς, πρέπει νά μαραίνουν τό επιθυμητικό μέρος τής ψυχής τους (άπό τό όποίο προέρχονται οί παρόμοιοι λογισμοί) μέ τήν τριμερή έγκράτεια ύπνου καί γαστρός καί σωματικής άνέσεως, σύμφωνα μέ τόν Άγιο Μάξιμο καί τόν “Οσιο Μάρκο. Όσοι όμως πολεμούνται άπό τούς πονηρούς λογισμούς, μέ τούς όποίους σκέπτονται πώς νά κακοποιήσουν καί πώς νά έκδικηθούν τόν έχθρό τους, αύτοί πρέπει νά καταπραΰνουν τά πάθη τού θυμικού μέρους τής ψυχής τους (άπό τά όποια προέρχονται οί παρόμοιοι λογισμοί) μέ τήν άγάπη, όπως λέει ό Άγιος Μάξιμος, παρακαλώντας τόν Θεό γιά τούς έχθρούς τους, όπως είπε ό Κύριος· «Προσεύχεσθε ύπέρ τών έπηρεαζόντων ύμάς καί διωκόντων ύμάς» (Ματθ. 5,44), συνδιαλλασσόμενοι μέ τούς έχθρούς τους, άν είναι παρόντες, καί φανταζόμενοι τό πρόσωπο τού έχθρού τους, όταν είναι άπών καί καταφιλώντας καί έναγκαλιζόμενοι αύτό μέ άγάπη καί γλυκύτητα, σύμφωνα μέ τόν ‘Άγιο Διάδοχο.
Μέ αύτά καί μέ τά παρόμοια καθαρίζονται τά πάθη τών τριών μερών τής ψυχής καί μαραίνονται καί χαλιναγωγούνται στήν συνέχεια μαζί μέ αύτά καθαρίζονται καί άπομαραίνονται καί οί λογισμοί τής κακίας, πού φυτρώνουν άπό αύτά· διότι είναι ολοφάνερο, ότι, όταν άναιρούνται τά αίτια, μαζί μέ αύτά άναιρούνται καί τά αίτιατά. Καί μάρτυρες αύτών είναι άφενός μέν ό θεοφόρος Μάξιμος, πού είπε· «Τό θυμικό τής ψυχής μέ τήν άγάπη χαλίνωσέ το καί τό έπιθυμητικό της μέ τήν έγκράτεια καταμάρανέ το καί τό λογιστικό της μέ τήν προσευχή άναπτέρωσέ το καί τό φώς τού νού ποτέ δέν θά σκοτεινιάζη» (δ’ Έκατοντ. τών περί Άγάπ. κεφ. π’). Καί άφετέρου ό θείος Σεραπίων, πού λέει έπί λέξει· «Νούς, πού έχει πιει τήν πνευματική γνώσι, τελείως καθαίρεται· ή άγάπη πάλι τά φλεγμονώδη μόρια τού θυμού θεραπεύει· καί τίς έπιθυμίες, πού ύπάρχουν καί ένοχλούν, τίς καθηλώνει ή εγκράτεια».
Πόσες είναι οί έσωτερικές θεραπείες τών κακών λογισμών.
Αύτές λοιπόν είναι οί έξωτερικές θεραπείες τών κακών λογισμών. Οί δέ έσωτερικές τους θεραπείες είναι οί έξής τρεις· ή Προσευχή, ή Άντίρρησις καί ή Καταφρόνησις, όπως λέει ό άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος· «Άλλο προσεύχεσθαι κατά τών λογισμών καί άλλο άντιφθέγγεσθαι τούτοις καί έτερον έξουθενείν τούτους καί ύπερτίθεσθαι» (Λόγ. κστ’ περί Διακρίσ.). Καί τό μέν α’ είναι γνώρισμα τών άσθενών, τό β’ είναι γνώρισμα τών άγωνιστών, ένώ τό γ’ είναι γνώρισμα τών θεωρητικών.
Α’. θεραπεία τών κακών λογισμών· ή Προσευχή καί μάλιστα ή νοερά.
Συμβούλευε λοιπόν, Πνευματικέ, έκείνους πού δέν έχουν δύναμι νά άντισταθούν στούς κακούς λογισμούς, άλλά φοβούνται άκόμη τόν νοητό καί άόρατο πόλεμο τών λογισμών καί δαιμόνων καί παθών, νά σιωπούν, όταν τούς έρχωνται οί έμπαθείς λογισμοί, καί νά μήν άντιλέγουν σ’ αύτούς μέ τόν λεγόμενο άντιρρητικό τρόπο, άλλά νά καταφεύγουν μόνο στόν Θεό νοερά μέ τήν προσευχή, έπικαλούμενοι τήν βοήθεια έκείνου. Διότι καί ό θείος Μάξιμος, στό τριακοστό Κεφάλαιο τής α’ έκατοντ. τών Θεολογικών, αύτό τούς συμβουλεύει νά κάνουν, λέγοντας· «Αύτοί πού δειλιάζουν στόν πόλεμο πρός τά πάθη καί φοβούνται τήν έπίθεσι τών άοράτων έχθρών (όπως άκριβώς κάποτε οί ’Ισραηλίτες τήν τών Φαραωνιτών), πρέπει νά σιωπούν, δηλαδή νά μή χρησιμοποιούν γιά χάρι τής άρετής τόν άντιρρητικό τρόπο, άλλά νά παραχωρούν στόν Θεό τήν μέριμνά τους μέ τήν εύχή». Πρός αύτούς στήν ’Έξοδο λέγεται· «Ό Κύριος θά πολεμήση γιά σάς καί σείς θά σιωπήσετε» (Έξοδ. 14,14). Νά καταφεύγουν όμως στόν Θεό μέ τήν προσευχή, όχι μόνο μέ τήν προφορική προσευχή, αύτή πού γίνεται μέ τόν λόγο, άλλά πολύ περισσότερο μέ τήν νοερά προσευχή καί αύτήν πού λέγεται στήν καρδιά μέ τόν ένδιάθετο λόγο τής καρδιάς· καί αύτή είναι, τό νά σταματήσουν μέν τόν ένδιάθετο καί έσωτερικό λόγο τής καρδιάς τους άπό κάθε άλλον λογισμό, όσοι πολεμούνται άπό τούς δαιμονικούς λογισμούς, νά δώσουν όμως σ’ αύτόν νά μελετά καί νά λέη τήν σύντομη αύτή καί μονολόγιστη λεγάμενη Εύχή· «Κύριε, Ίησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησόν με»· καί “κάτωθεν ό μέν λόγος” νά μελετά τήν εύχή αύτή, ό δέ νούς νά κατεβάζη τήν νοερή ένέργειά του μέσα στήν καρδιά καί νά προσέχη νοερά μέ όλη τήν δύναμί του στά λόγια τής προσευχής, πού λέγονται άπό τόν ένδιάθετο λόγο, χωρίς νά φαντάζεται κανένα άλλο νοητό ή αισθητό, όπως τό διδάσκουν αύτό όλοι γενικά οί θείοι Πατέρες, παλαιοί καί νέοι (βλέπε Φιλοκαλ. σελ. 1178 έως 1202).
Αύτή ή νοφά πρόστυχή, αναι τό μόνο δυνατό, τό μόνο βοηθητικό καί τό μόνο νικητικό άρμα στόν νοερό πόλφο τών λογισμών· καί πολύ σωστά· διότι νοφός πόλεμος, νοφά άρματα χρειάζεται, γιά νά νικηθή. Καί βλέπε ότι όλα τά αίτια τών κακών λογισμών θφαπεύει αύτή ή μονολόγιστη Πρόστυχή α) διότι συνηθίζοντας νά έπιστρέφη στόν έαυτό του ό νούς καί νοφά νά συνομιλή μέ τόν Θτό μέ τήν πρόστυχή, ούτε αύτά τά αισθητά έπιθυμτΐ νά βλέπη, ούτε τίς αισθήσεις του νά κινή, σύμφωνα μέ έκέϊνο τό γνωμικό· «Λίγα κινούν τήν αίσθησι· αύτοί πού χρησιμοποιούν πάρα πολύ τήν διάνοια»· β) διότι ό ενδιάθετος λόγος τής καρδιάς μελετώντας πάντοτε: καί λέγοντας τήν εύχή τού «Κύριε Ίησού Χριστέ» παύε άπό τό νά γίνεται όργανο τών πνευμάτων τής πονηριάς καί νά λέη μτρικούς άλλους λογισμούς αισχρούς, βλάσφημους καί πονηρούς· καί έπαδή ή φαντασία, πού είναι ή γέφυρα τών δαιμόνων, μέ τήν όποια ένώνονται μέ τήν ψυχή, σύμφωνα μέ τούς Θείους Πατέρες (βλέπε: Φιλοκαλ. σελ. 1068), αύτή, λέω, καθαρίζεται άπό κάθτ είδωλο έμπαθές, μέ τό νά κατεβαίνη στήν καρδιά ή ένέργεια τού νού γυμνή καί καθαρή άπό κάθτ σχήμα καί είδος τής φαντασίας. Διότι λόγω τής στενότητος τού τόπου, πού ύπάρχει στήν καρδιά, διαλύεται αύτή καί, κατά κάποιον τρόπο, ξεντύνεται καί άφίνει έξω κάθτ χονδρό φάντασμα, όπως καί τό φίδι, πφνώντας άπό στενούς τόπους βγάζει τό παλαιό δέρμα του· γ) διότι ή θέρμη, πού γίνεται στήν καρδιά άπό τήν συχνή μελέτη τής ίεράς προσευχής, διώχνει καί καίει σάν μύγες τίς προσβολές τών πονηρών λογισμών, σύμφωνα μέ τόν Θεσσαλονίκης μέγα Γρηγόριο (Λόγ. στήν Γ Κυριακή τών Νηστ.), διαλύει σάν σύννεφα καί καπνό τά πάθη τού λογιστικού μέρους τής ψυχής καί τό κάνει αύτό λαμπρό καί φωτεινό, γλυκαίνει καί ειρηνεύει τά τού θυμικού πάθη, σκορπίζει τά πάθη τού έπιθυμητικού καί όλη έκείνη τήν άγαπητική δύναμι τήν ελκύει στόν έαυτό της καί στήν άγάπη τού μελετωμένου Ίησού Χριστού· δ) διότι τό γλυκύ καί πράγμα καί όνομα τού Ίησού, όταν συνέχεια μελετάται στήν καρδιά, μαστίζει, πληγώνει καί διώχνει άπό τήν καρδιά τούς δαίμονες, τούς άρχηγούς καί δημιουργούς όλων τών κακών λογισμών καί παθών τής ψυχής. Γι’ αύτό είπε ό θείος Ιωάννης τής Κλίμακος· «Μέ τό όνομα τού Ίησού νά μαστιγώνης τούς έχθρούς». Καί ε) διότι ή πολυποίκιλη μνήμη τών κακών λογισμών, πού προήλθε άπό τήν παρακοή τού Άδάμ, άπλή γίνεται καί θεραπεύεται μέ τήν ένοειδή μνήμη τού Ίησού Χριστού, κατά τόν Σιναΐτη Γρηγόριο, πού λέει· «Θεραπεύει τήν μνήμη κυρίως ή σταθερή θεϊκή μνήμη, πού παγιώθηκε μέ τήν προσευχή, άφού ενώθηκε μέ τό πνεΰμα καί έφθασε άπό τό κατά φύσιν στό ύπέρ φύσιν» (Κεφ. ξα’).
Τί νά πολυλογώ; τό γλυκύτατο όνομα τού Ίησού συνεχώς καί κατανυκτικά καί μέ πόθο καί πίστι στά βάθη τής καρδίας μελετώμενο, άποκοιμίζει μέν όλους τούς κακούς λογισμούς καί ξυπνά όλους τούς άγαθούς καί πνευματικούς λογισμούς· καί άπό όπου προηγουμένως «έξήρχοντο έκ τής καρδίας διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείας πορνείας κλοπαί, ψευδομαρτυρίας βλασφημίαι», όπως είπε ό Κύριος (Ματθ. 15,19), άπό έκεί υστέρα έξέρχονται λογισμοί άγαθοί, πνευματικά νοήματα, λόγοι σοφίας, κρίσεις, ανακρίσεις καί διακρίσεις, όπως είναι γραμμένο· «Οί σκέψεις τών δικαίων είναι πάντοτε σωστές» (Παρ. 12,5). Γι’ αύτό δίδασκε, συμβούλευε καί παρακινεί τούς μετανοούντες καί όλους τούς Χριστιανούς, Πνευματικέ, νά μελετούν παντοτεινά στήν καρδιά τους τό όνομα τού Ίησού Χριστού μέ τήν άνωτέρω προσευχή· έπειδή ή νοερά αύτή καί άδιάλειπτη στήν καρδιά προσευχή, δέν δόθηκε μόνο στούς ’Ασκητές καί Μοναχούς, άλλά καί σέ όλους γενικά τούς Χριστιανούς, πού είναι στόν κόσμο. Γι’ αύτό ό Απόστολος Παΰλος προστάζει τούς κοσμικούς καί τούς λέει παντοτεινά νά προσεύχωνται· «Άδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσσαλ. 5,17), έπειδή είναι δυνατό σ’ αύτούς παντοτεινά νά προσεύχωνται καί όταν δουλεύουν καί όταν τρώνε καί πίνουν, καί όταν είναι στήν οικία τους καί όταν βρίσκωνται έξω καί όταν κάθωνται καί όταν περιπατούν, έάν μόνον θέλουν νά άφήνουν τίς πολυλογίες καί νά μαζεύουν τόν νού τους στήν καρδιά τους· καί βλέπε γι’ αύτό στήν Φιλοκαλία, σελ. 1202.
Β’. θεραπεία τών κακών λογισμών, ή Άντίρρησις.
Αύτά νά λές στούς άσθενείς καί άδύνατους, Πνευματικέ. Έκείνους όμως πού άγωνίζονται καί έχουν κάποια δύναμι νά άντιπολεμούν τούς κακούς λογισμούς καί άοράτους δαίμονες καί τά πάθη, συμβούλευε, Πνευματικέ, νά άντιστέκωνται στούς πονηρούς καί αισχρούς καί βλάσφημους λογισμούς τους μέ άντίρρησι καί άντιλογία θυμοειδή, ώστε διά μέσου τού νοητού πολέμου αύτής τής άντιρρήσεως, νά λαμβάνουν στέφανα άπό τόν Θεό, σύμφωνα μέ τόν λόγο τής Κλίμακος· «Άφού αύξήθηκαν οί πόλεμοι, αύξήθηκαν καί τά στεφάνια» (Λόγ. κστ’). “Έτσι ό Προφήτης Δαυίδ άντέκρουε καί άντιστεκόταν στούς άόρατους δαίμονες, πού τόν πολεμούσαν μέ τούς λογισμούς, γι’ αύτό καί έλεγε· «Θά δίνω άπάντησι σέ έκείνους πού μέ έμπαίζουν» (μέλόγο άντιρρητικό δηλαδή) (Ψαλμ. 118,42).
Έτσι ό Δεσπότης μας Ίησούς Χριστός μέ άντίρρησι νίκησε τούς τρεις μεγάλους πολέμους, μέ τούς όποίους τόν προσέβαλε ό διάβολος έπάνω στό όρος· τήν φιληδονία μέ τό «Δέν θά ζήση ό άνθρωπος μόνο μέ τόν συνηθισμένο άρτο, άλλά καί μέ κάθε ζωντανό λόγο, πού έξέρχεται άπό τό στόμα τού Θεού» (Δευτερ. 8,3· Ματθ. 4,4)· τήν φιλοδοξία μέ τό «Δέν θά θέσης σέ πειρασμό καί δοκιμασία τόν Κύριο τόν Θεό σου» (Δευτ. 6,16)· καί τήν φιλαργυρία, μέ τό «Τόν Κύριο τόν Θεό σου θά σέβεσαι καί αύτόν μόνο θά λατρεύης» (Δευτ. 6,13). Έτσι πολλοί άπό τούς Όσιους Πατέρες καί μάλιστα οί Ταβεννησιώτες, όπως γράφει στό Γεροντικό, μέ άντίρρησι πολεμούσαν καί νικούσαν τούς κακούς λογισμούς καί τά πάθη καί έτσι στεφανώνονταν. Δίδασκε όμως αύτούς, ότι όχι μέ μόνη τήν άντίρρησι νά πολεμούν, άλλά μαζί καί μέ τήν προσευχή στόν Θεό, διότι, κατά τόν ‘Άγιο Μάξιμο, όσοι μέ τήν προσευχή πολεμούν τούς λογισμούς, όπως είναι οί άδύνατοι, δέν μπορούν καί νά άντιλέγουν σ’ αύτούς· όσοι όμως είναι δυνατοί καί άντιλέγουν σ’ αύτούς, αύτοί μπορούν καί νά προσεύχωνται έναντίον αύτών· «’Όποίος άντιμιλεί στούς λογισμούς, μπορεί καί νά εύχεται έναντίον αύτών, όσοι όμως προσεύχονται έναντίον τών λογισμών, δέν μπορούν καί νά άντιμιλούν, άλλά μόνον μέ τόν ένα τρόπο νά προσεύχωνται έναντίον αύτών» (Στά Σχόλ. τού κστ’ τού Κλίμ.).
Όμως, λέει ό Άγιος ’Ισαάκ, ότι καί οί άγωνιστές καί δυνατοί, είναι καλύτερο καί άσφαλέστερο νά μή άντιλέγουν στούς λογισμούς, πού σπέρνονται άπό τόν έχθρό, άλλά νά καταφεύγουν στόν Θεό μέ προσευχή καί δάκρυα· α’) διότι ή ψυχή δέν έχει πάντοτε τήν ίδια δύναμι γιά νά πολεμή· γι’ αύτό πολλές φορές συμβαίνει καί, όταν θέλουμε νά κτυπήσουμε καί νά νικήσουμε τούς δαιμονιώδεις λογισμούς, κτυπώμαστε μάλλον έμείς καί νικιόμαστε άπό αύτούς· β’) διότι, όταν πολεμή κάποιος τούς κακούς λογισμούς, καί αύτοί τόν άντιπολεμούν άντίστροφα μέ τά ακάθαρτα σχήματά τους καί τά έμπαθή είδωλα, ώστε, καί άφού κάποιος τούς νικήση, μένει ό μολυσμός τους στόν νού καί ή δυσωδία στήν νοερή όσφρησί του πολύ καιρό· έγώ όμως λέω καί γ’) ότι άποφεύγει τήν ύπερηφάνεια καί δείχνει ταπείνωση όποίος καταφεύγει στόν Θεό μόνο καί στόν Ίησού, στόν καιρό τού πολέμου τών λογισμών καί ομολογεί τόν έαυτό του άνάξιο καί άδύνατο στό νά πολεμή, ένώ τόν Ίησού μόνο δυνατό καί ισχυρό σ’ αύτόν τόν άόρατο πόλεμο· «Ό Κύριος είναι ό κραταιός καί δυνατός, ό Κύριος είναι πανίσχυρος στούς πολέμους» (Ψαλμ. 23,8)· καί πάλι· «Έχετε θάρρος, έγώ νίκησα τόν κόσμο» (Ίωάν. 16,33), τά πάθη, δηλαδή, καί τούς λογισμούς καί τόν διάβολο· «’Εκείνος πού δέν άντιμιλεί στούς λογισμούς, πού σπείρονται μέσα μας άπό τόν έχθρό, άλλά παύει τήν συνομιλία πρός αύτούς μέ τήν δέησι πρός τόν Θεό, αύτό είναι ένδειξις, ότι βρήκε ό νούς σοφία άπό τήν χάρι τού Θεού, καί άπό πολλούς κόπους τόν έλευθέρωσε ή γνώσις του ή άληθινή… Διότι δέν μπορούμε πάντοτε νά άντιλέγουμε σέ όλους τούς λογισμούς, πού είναι άντίθετοι μέ έμάς, ώστε νά τούς σταματούμε άλλά πολλές φορές δεχόμαστε καί πληγή άπό αύτούς, ή όποια δέν θεραπεύεται γιά μεγάλο χρονικό διάστημα… Άλλά καί όταν τούς νικήσης έσύ, ό ρύπος τών λογισμών μολύνει τήν διάνοιά σου, καί ή όσμή τής δυσωδίας τους παραμένει γιά πολύν καιρό στήν όσφρησί σου· ένώ μέ τόν πρώτο τρόπο (μέ τό νά καταφεύγη δηλαδή κάποιος πρός τόν Θεό μέ τήν προσευχή) άπό όλα αύτά μαζί μέ τόν φόβο γίνεσαι έλεύθερος· διότι δέν ύπάρχει άλλη βοήθεια, όπως ό Θεός» (Λόγ. λγ’ σελ. 212). Βλέπε καί σελ. 335, όπου λέα· «Είναι καλλίτφο στήν μνήμη τών άρετών νά ύποτάσση κανείς τά πάθη, παρά στήν άντίστασι».
Γ’. Θεραπεία τών κακών λογισμών, ή Καταφρόνησις.
Τρίτο δέ καί τελευταίο σέ έκείνους, πού έλαβαν όπλα καί άρματα άπό τήν χάρι τού Θεού, γιά νά νικούν στόν νοητό καί άόρατο πόλφο, λέγε Πνευματικέ, νά καταφρονούν τούς κακούς λογισμούς, πού τούς ύποσπαρα ό διάβολος, σάν γαυγίσματα άπό μικρά σκυλάκια, σάν άσήμαντα πράγματα καί ζωύφια καί σάν ένα τίποτε καί ουτε άπό τίς άπειλές, πού τούς προβάλλουν νά φοβούνται, ούτε άπό τίς ήδονές πού τούς προτανουν νά έλκωνται καί νά προσπαθούν. Α) Πιστεύοντας άπόλυτα καί έλπίζοντας στήν άπαρη δύναμι τού ΙΊαντοκράτορος Θεού καί στήν άπροσμάχητη βοήθαα τού μεγάλου Αρχιστρατήγου μας Ίησού Χριστού «Ποιος dvai αύτός πού νικά τόν κόσμο; Μόνον έκείνος, πού πιστεύει ότι ό Ίησούς dvai ό Υιός τού Θεού», καί «Αύτή είναι ή νίκη, πού νίκησε: τόν κόσμο, ή Πίστι μας»; (Α Ίωάν. 5,45)· Β’) πιστεύοντας καί φρονώντας, ότι μετά τόν Σταυρό καί τόν θάνατο τού Κυρίου μας καμμία δύναμι δέν έχα ό διάβολος έναντίον μας, άλλά έμεινε: άσθενέστατος καί άδύνατος, σύμφωνα μέ αύτό πού έχει γραφή· «Οί πολφικές τέχνες τού έχθρού παντελώς έξαφανίσθηκαν» (Ψαλμ. 9,7).
Όντως καλότυχος είναι όποίος άπόκτησε νού ήγεμονικό καί ώπλίσθηκε καί άρματώθηκε άπό τήν χάρι καί, άφού άρματώθηκε καταφρονεί ώς ένα τίποτε όλους τούς αισχρούς καί βλάσφημους καί πονηρούς λογισμούς. Αφενός μέν διότι δέν ύπάρχει άλλη μεγαλύτερη νίκη καί ντροπή τών δαιμόνων, όπως ή παρόμοια καταφρόνησις, όπως λέει ό Άγιος Μάξιμος· «’Όσοι έξουθενούν μόνο καί τώρα καί πάντοτε έξουθενούν, ένώ αύτούς πού τούς έξουθενώνει είναι προετοιμασμένος, διότι είναι ώπλισμένος μέ τήν χάρι τού Θεού» (Στά σχόλια τού κστ’ Λόγ. τής Κλίμακ.). Καί εμείς άναφερόμαστε στήν ύποσημ. γιά τούς λογισμούς τής Βλασφημίας. Καί άλλο άκόμη, έπειδή αύτοί, μέ τήν καταφρόνησι αύτή, παραμένουν άσύλληπτοι άπό τούς κακούς λογισμούς καί τούς δαίμονες, λέγοντας μαζί μέ τόν Προφήτη Δαυίδ· «”Εγινα σάν κουφός καί δέν άνοιξα τό στόμα μου» (Ψαλμ. 38,10)· καί «Έθεσα φραγμό στά χείλη μου, όταν ό άμαρτωλός στάθηκε άπειλητικά έναντίον μου» (Ψαλμ. 38, 2).
Πόσο βλαβερό είναι οί κακοί λογισμοί καί πόσο ώφέλιμη ή θεραπεία τους.
Αύτά άναλυτικά σού τά άναφέραμε, Πνευματικέ, στό παρόν Κεφάλαιο καί φρόντιζε νά τά μελετάς συνέχεια, διότι έχεις μεγάλη άνάγκη τής γνώσεώς τους· διότι γνώριζε, ότι τό δυσκολώτερο καί λεπτότερο έργο τού επαγγέλματος σου είναι ή θεωρία καί γνώσις τών τής ψυχής λογισμών καί παθών καί ή έπιστημονική τους θεραπεία. Γι’ αύτό νά μή μοιάσης μέ μερικούς άνόητους, πού ισχυρίζονται, ότι οί λογισμοί δέν είναι άμαρτία· άπό τούς λογισμούς ό άνθρωπος δέν κολάζεται καί άλλα παρόμοια. Άλλά νά είσαι πεπεισμένος καί πληροφορημένος, ότι κάθε άμαρτία, άλλά καί αύτή ή ίδια κόλασις, έχει τήν άρχή καί ρίζα καί κέντρο της στόν κακό λογισμό· καί άντίστροφα πάλι, ό κακός λογισμός είναι τής κάθε άμαρτίας καί αύτής τής ίδιας κολάσεως άρχή καί ρίζα καί κέντρο· διότι όπως ή μικρή ψηφίδα καί πέτρα, όταν τύχη νά πέση μέσα σέ κάποιο πηγάδι, πρώτα κάνει έναν μικρό κύκλο, έπειτα ό μικρός κύκλος κάνει άλλον μεγάλο καί ό μεγάλος άλλο μεγαλύτερο καί έτσι πηγαίνει μέχρι τήν άκρη τού πηγαδιού, έτσι καί ή μία προσβολή ένός κακού λογισμού γεννά τόν έμπαθή συνδυασμό· ό συνδυασμός γεννά τήν συγκατάθεσι· ή συγκατάθεσις τήν πράξι· ή πράξις τήν συνήθεια· ή συνήθεια τήν έξι· ή έξις τήν άμετανοησία· ή άμετανοησία τήν κόλασε Βλέπεις τήν μεγάλη αύτή καί άλληλένδετη άλυσίδα, ότι τήν άρχή καί τό κέντρο της έλαβε άπό τόν κακό λογισμό; ώστε τό παν στέκεται στόν λογισμό. Γι’ αύτό ό μέν Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος είπε ότι σέ όλα τά άμαρτήματα ό νούς είναι πρωτοπαθής, διότι αύτός πρώτα πάσχει καί πληγώνεται άπό τόν λογισμό τής άμαρτίας (Έπιστ. στήν Ξένη)· ό δέ συνώνυμός του Θεολόγος Γρηγόριος, πρωτότοκα τής Αίγύπτου, δηλαδή τής άμαρτίας, ονομάζει τούς έμπαθείς λογισμούς· διότι άπό τούς έμπαθείς λογισμούς γεννιούνται καί άλλα δεύτερα καί τρίτα καί τέταρτα τής άμαρτίας τέκνα, σπέρμα τών Χαλδαίων, δηλαδή τών δαιμόνων· διότι άπό τό σπέρμα αύτό τών λογισμών συλλαμβάνονται καί γεννιώνται τά πονηρά έργα νήπια τής θυγατρός τής Βαβυλώνος, δηλαδή τής άμαρτίας, πού προέρχεται άπό τήν σύγχυσι, όπως έρμηνεύει ό Νικήτας· διότι αύτά τά νήπια τών λογισμών αύξάνονται καί γίνονται άνδρες μέ τήν πράξι· «Καί θρηνεί ή Αίγυπτος τά πρωτότοκα τών δικών της λογισμών καί πράξεων· αύτό κατ’ έξαίρεσι όνομάζεται στήν Γ ραφή καί σπέρμα Χαλδαϊκό· καί νήπια Βαβυλώνια, πού προσκρούουν στήν πέτρα καί διαλύονται» (Λόγ. στό Πάσχα).
‘Οπότε, έάν έσύ, Πνευματικέ, θανατώσης τούς έμπαθείς λογισμούς τού μετανοούντος μέ τήν συμβουλή σου, γίνεσαι άλλος Άγγελος, πού έξολοθρεύει τά πρωτότοκα τής Αίγύπτου, γιά τόν όποίο γίνεται άναφορά στήν “Εξοδο (Κεφ. 12,23). Γίνεσαι όμοιος μέ τόν Θεό, ό όποίος λέει νά έξαλείψη τό σπέρμα τών Χαλδαίων· «’Επειδή σέ άγάπησα, έκανα τό θέλημά σου στήν Βαβυλώνα, ώστε νά έξολοθρεύσω τούς άπογόνους τών Χαλδαίων» (Ήσ. 48,14)· καί άξιώνεσαι τού Μακαρισμού έκείνου, πού λέει ό θείος Δαυίδ, έπειδή συντρίβεις αύτά τά νήπια τών κακών λογισμών, πρό τού νά μεγαλώσουν· «Μακάριος, όποίος συλλάβει τά νήπιά σου καί τά ρίξη έπάνω στήν πέτρα» (Ψαλμ. 136,9). Όχι μόνον έσύ, άλλά καί έκείνος πού μετανοεί γίνεται μακάριος, διότι μέ τήν έξομολόγησι[47] συντρίβει τούς κακούς του λογισμούς στήν Πέτρα, δηλαδή στόν Χριστό, προστρέχοντας σ’ αύτόν μέ τήν προσευχή καί επικαλούμενος τήν βοήθειά του.
Τί νά περιττολογώ; Όποιος έχει στήν καρδιά του έμπαθείς καί κακούς λογισμούς, βρίσκεται ένώπιον τού Θεού, πού έξετάζει καρδίας καί νεφρούς, συχαμερός καί μοιχός καί άκάθαρτος· έτσι τό άποφάσισε ό ίδιος ό Θεός, λέγοντας γιά τούς πονηρούς λογισμούς· «αύτά είναι έκείνα πού κάνουν άκάθαρτο τόν άνθρωπο» (Ματθ. 15,20). Καί ό Σολομών λέει· «Συχαμερός είναι στόν Κύριο ό άδικος λογισμός» (Παρ. 15,26). Έάν όμως έσύ, Πνευματικέ, έλευθερώσης τόν μετανοούντα άπό τούς παρόμοιους λογισμούς, καθαρίζεις τά έσωτερικά τής ψυχής του άπό τήν άκαθαρσία καί, όταν γίνουν αύτά καθαρά, σίγουρα θά είναι καθαρά καί όλα τά έξωτερικά έργα καί οί πράξεις του, όπως είπε ό Κύριος· «Καθάρισε πρώτα τό έντός τού ποτηριού καί τού πινακίου, γιά νά γίνη καθαρό καί τό έκτος αυτών» (Ματθ. 23,26)· καί άν άγιάσης τήν ρίζα, πού είναι ή καρδιά του, άγιοι βέβαια θά γίνουν καί οί κλάδοι, πού είναι τά άποτελέσματα καί τά έργα του· «Καί άν είναι ή ρίζα άγια, άγιοι θά είναι καί οί κλάδοι» (Ρωμ. 11,16).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
Τό Μυστήριο τής Μετανοίας.
Μετά άπό τήν γνώσι αύτών πρέπει έσύ, πού πρόκειται νά γίνης Πνευματικός, νά ξέρης καλά καί τό Μυστήριο τής Μετανοίας, πού θά είναι τό συνηθέστερο άντικείμενο, μέ τό όποίο θά άσχολήσαι. ’Επίσης νά ξέρης καί τά μέρη τής μετανοίας, τά όποια είναι· συντριβή, έξομολόγησις καί ίκανοποίησις· άλλά αύτά κρίναμε περισσότερο σκόπιμο νά τά γράψουμε στήν συμβουλή πρός τόν μετανοούντα, οπότε διάβασέ τα έκεί.
Αύτά λοιπόν πού είπαμε έως έδώ, έάν τά γνωρίζης καλά, μπορείς νά χειρισθής τό τής πνευματικής διαγωγής έπάγγελμα, γνωρίζοντας έκτος άπό αύτά καί όσα θά πούμε στό έπόμενο Η’ Κεφάλαιο. ’Εάν όμως άναγνωρίζης άκόμη τόν έαυτό σου ώς έλλιπή καί άκατάλληλο, γιά νά μάθη αύτά, φυλάξου, γιά τόν Κύριο, νά μή γίνης Πνευματικός· αφενός μέν διότι μή έχοντας αύτήν τήν άπαραίτητη γνώσι, άντί νά γίνης ιατρός, θά γίνης φονέας τόσων καί τόσων ψυχών, μιας άπό τίς όποιες όλος ό κόσμος δέν είναι άντάξιος, καί θά γίνης φονιάς μαζί καί τής δικής σου ψυχής· καί άφετέρου, διότι ό Κύριος χωρίς αύτή τήν γνώσι δέν σέ δέχεται, όχι νά γίνης Πνευματικός48, άλλ’ ούτε καί Ιερέας νά γίνης· διότι έτσι λέει μέ τόν Ώσηέ· «Έσύ έδιωξες τήν γνώσι καί έγώ θά σέ άπομακρύνω, γιά νά μή μού είσαι ιερέας» (Ώσ. 4,6).
Άλλ’ ούτε θά σέ ώφελήση τό νά λές, ότι έγώ δοκιμάσθηκα σ’ αύτό άπό τόν Αρχιερέα μου· διότι ή δοκιμή τού Άρχιερέως προύποθέτει, ότι έχεις έσύ άπό μόνος σου αύτήν τήν γνώσι καί όχι σού τήν δίνει, ούτε σού χαρίζει μάτια, γιά νά βλέπης, έάν έσύ είσαι τυφλός.
Β ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η’
Περί τής ένεργούσης Ίερωσύνης καί άδειας τού μέλλοντος γενέσθαι Πνευματικού.
Είπαμε πρώτα ποιά ζωή καί άρετή πρέπει νά έχης, Πάτερ, έσύ, πού πρόκειται νά γίνης Πνευματικός· είπαμε δεύτερον ποιών πραγμάτων πρέπει νά έχης τήν γνώσι· τώρα σού λέμε καί τρίτο, ότι πρέπει νά είσαι καί χειροτονημένος Ιερέας κανονικά καί νόμιμα· καί όχι Ιερέας καθαιρεμένος γιά άμαρτήματά σου φανερά· όχι παρατημένος γιά άμαρτήματά σου κρυφά καί τής Ίερωσύνης καθαιρετικά· όχι άργός προσωρινά, άλλά Ιερέας πού έχει ένεργή τήν Ίερωσύνη [49] Καί υστέρα άπό όλα, πρέπει καί τέταρτο, νά έχης χειροθεσία καί άδεια μέ ένταλτήριο γράμμα άπό τόν Αρχιερέα τού τόπου, γιά νά είσαι Πνευματικός. [50]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
Τί πρέπει νά μεταχειρίζεται κανείς, άφού γίνη Πνευματικός
Καί πρώτα πώς πρέπει νά έξομολογή.
Αύτά έχοντας καί έτσι όντας προετοιμασμένος, άνεβαίνεις, Πνευματικέ, καί κάθεσαι έπάνω στήν υψηλή καθέδρα τής έξομολογήσεως, μέ εύλάβεια, ιλαρός καί γλυκύς στήν ψυχή καί στό βλέμμα καί τήν θεία άγάπη δείχνοντας μέ τό ήθος, σύμφωνα μέ τόν Θεσσαλονίκης Συμεών (Κεφ. σνζ’). Καί έκεί καθήμενος πρέπει νά σκεφθής, ότι πρός τόν έξομολογούμενο φέρνεις τρία πρόσωπα, Πατρός, Ίατρού καί Κριτού. Ώς Πατήρ, πρέπει νά δέχεσαι τόν άμαρτωλό μέ άγκάλες άνοικτές, όπως ό ούράνιος Πατέρας δέχθηκε τόν Άσωτο έκείνο υίό, χωρίς νά όνειδίζης ή νά τόν συχαίνεσαι γιά τίς άμαρτίες του. Ώς Ιατρός πρέπει νά θεραπεύης τίς πληγές του μέ έλαιο καί οίνο, δηλαδή μέ φιλανθρωπία καί ίκανοποίησι, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα εκείνου, πού έπεσε στούς ληστές. Ώς Κριτής άκόμη πρέπει ή άπόφασίς σου νά είναι δικαιότατη καί όχι δολωμένη άπό δώρα 51 ή άπό φόβο ή άπό φιλία ή άπό κάποιο άλλο πάθος, γιά νά είναι άμετακίνητη στήν γή καί στόν ούρανό, σύμφωνα μέ τό· «’Όσα κρατήσετε άσυγχώρητα στήν γή, θά είναι άσυγχώρητα καί στόν ούρανό· καί όσα συγχωρήσετε στήν γή, θά είναι συγχωρημένα στόν ούρανό» (Ματθ. 18,18)· καί έπειδή ή κρίσις τού Πνευματικού, αύτή κυρίως είναι καί λέγεται κρίσις τού Θεού, γι’ αύτό καί πρέπει νά είναι άδέκαστη καί άνώτερη άπό κάθε φιλοπροσωπία, καθώς είναι γραμμένο· «Κατά τήν δίκη δέν θά λαμβάνης απ’ όψι σου πρόσωπο άνθρώπου· όπως θά κρίνης τόν ταπεινό καί άσημο, έτσι θά κρίνης καί τόν επίσημο. Δέν θά διστάζης ένώπιον ούδενός, διότι ή άπονομή δικαιοσύνης είναι έργο τού Θεού» (Δευτ. 1,17).
Καί λοιπόν έχοντας καιρό καί τόπο ώρισμένο γιά τήν ιερή έξομολόγησι καιρό βέβαια τό πρωί, [52] τόπο δέ κυρίως τήν ’Εκκλησία, περιστασιακά όμως καί οικία σεμνή, καθαρή καί ήσυχη, όπως λέει ό Θεσσαλονίκης Συμεών (Κεφ. σνζ’), όπου πρέπει νά είναι καί ή εικόνα τού Δεσπότου Χριστού καί μάλιστα τής Σταυρώσεώς του, φέρνεις έκεί αύτόν πού πρόκειται νά έξομολογηθή. Καί άφού βάλης Εύλογητός, λέγε τό Τρισάγιο καί τόν Ν’ Ψαλμό· στήν συνέχεια άφού στραφής πρός αύτόν, πές του τά έξής·
Συμβουλή τού Πνευματικού πρός τόν μετανοούντα πρό τής έξομολογήσεως.
«Νά, παιδί μου, ό Χριστός (δείχνοντας τήν εικόνα του) στέκεται άόρατα, προσμένοντας τήν έξομολόγησι σου· λοιπόν μή ντραπής ή φοβηθής καί κρύψης κάποια σου άμαρτία· άλλά μέ όλη σου τήν καρδιά έξομολογήσου τις, γιά νά λάβης καί τήν συγχώρησί τους άπό τόν ίδιο τόν Χριστό. Έάν όμως κρύψης καμμία, νά γνωρίζης ότι, όχι μόνον αύτή ή άνεξομολόγητη άμαρτία σου θά μένη σημειωμένη έπάνω στήν συνείδησί σου, όπως τά γράμματα έπάνω στό χαρτί, γιά νά φανερωθή τήν ήμέρα τής κρίσεως ενώπιον όλων τών Αγγέλων καί τών άνθρώπων· άλλά προσθέτεις άκόμη στόν έαυτό σου καί άλλη μία άμαρτία, τήν ‘Ιεροσυλία. Γι’ αύτό, έπειδή ήλθες σέ ιατρό, πρόσεξε νά θεραπευθής τελείως καί όχι νά μείνης άθεράπευτος, διότι ή ζημία αύτή θά είναι έπάνω σου».
Στήν συνέχεια, άφού τόν βάλης νά γονατίση μπροστά στήν εικόνα τού Χριστού ή νά καθίση σέ ύποπόδιο (άνάλογα, όπως τύχει), ρώτησέ τον καί ποιος είναι (άν, δηλαδή πρίν δέν τόν ήξερες), καί πόσο καιρό έχει νά έξομολογηθή, καί άν είναι ετοιμασμένος μέ τήν κατάλληλη έρευνα τών άμαρτιών του νά έξομολογηθή. [53]
Μετά άπό αύτά, άφού τόν ρωτήσης, άν πιστεύη μέ βεβαιότητα καί χωρίς άμφιβολία σέ όλα τά Δόγματα τής Ανατολικής Εκκλησίας, τά όποια περιέχονται στό Σύμβολο τής Πίστεως, καί τά όποια έπικυρώθηκαν άπό τίς ‘Άγιες καί Οικουμενικές έπτά Συνόδους, τίς τοπικές καί τίς έπί μέρους άποφάσεις τών Αγίων Πατέρων, χωρίς κάποια προσθήκη ή άφαίρεσι, [54] πές του.
Ό Πνευματικός κυρίως δέν πρέπει νά έρωτά.
«Νά γνωρίζης, παιδί μου, ότι στά μέν άλλα κριτήρια, όποιος φανερώσει τόν έαυτό του ώς φταίχτη, τιμωρείταισέ αύτό όμως τό κριτήριο τής έξομολογήσεως, όποίος φανερώσει πρώτος καί μόνος του τήν άμαρτία του, συγχωρείται· γι’ αύτό δέν είναι ύποχρεωμένος ό Πνευματικός νά έρωτά τόν έξομολογούμενο τί καί τί έκανε· διότι έτσι ό μετανοούν έλέγχεται καί δέν έξομολογείται· άλλά ό ίδιος ό έξομολογούμενος πρέπει μόνος του νά όμολογή τίς άμαρτίες του, γιά νά λάβη καί τήν συγχώρησί τους· διότι έτσι παραγγέλλει καί ό Θεός· «Ό δίκαιος πρώτος θά κατηγορήση τόν έαυτό του, διότι έάν τόν προλάβη ό κατήγορός του θά έπιβαρυνθή» (Παροιμ. 18,17)· καί «Λέγε έσύ πρώτος τίς άνομίες σου, γιά νά δικαιωθής» (Ήσ. 43,26)
Γι’ αύτό καί έσύ, παιδί μου, γιά καταισχύνη τής άμαρτίας καί τού διαβόλου, λέγε τίς άνομίες σου πρώτος, γιά νά δικαιωθής.
Πώς πρέπει νά κάνη άκούγοντας τίς άμαρτίες ό Πνευματικός.
Άφού πής αύτά, σιωπάς, Πνευματικέ, καί άρχίζει ό έξομολογούμενος νά λέη τίς άμαρτίες του, καί άκούοντας, όσο καί άν είναι μεγάλες καί πολλές, πρόσεχε καλά νά μή θαυμάσης ή νά άναστενάξης ή άλλο κάποιο νεΰμα ή σημείο νά δείξης ότι άηδιάζεις ή βαριέσαι· διότι, όπως τό έλάφι, όταν κοιλοπονά, ένός φύλλου μόνου σάλευμα μπορεί νά τό έμποδίση νά μή γεννήση, όπως λένε οί Φυσικοί· έτσι καί ό άμαρτωλός, κοιλοπονώντας νά πή τήν άμαρτία του, άπό ένα μόνο νεΰμα μπορεί νά δυσκολευθή νά μή γεννήση, δηλαδή νά μήν έξομολογηθή, σύμφωνα μέ αύτό πού είναι γραμμένο· «Ήλθαν οί ώδινες σέ αύτήν, πού πρόκειται νά γεννήση, άλλά δέν έχει δύναμι νά γεννήση» (Ήσ. 37,3)· άλλά μάλλον νά τού δίνης θάρρος σέ κάθε κάθε στιγμή, λέγοντάς του νά μή ντρέπεται, διότι καί έσύ, πού τίς άκούς, άνθρωπος είσαι ομοιοπαθής καί άμαρτωλός καί ότι, άφού έξομολογηθή, θά έπιστρέψη στήν οικία του έλαφρωμένος καί χαρούμενος, διότι ξεφόρτωσε τήν συνείδησί του άπό τό βάρος τής άμαρτίας.
Κάθε άμαρτία όμως, πού άκούς, Πνευματικέ, νά τήν έξετάζης στίς έπτά περιστάσεις, πού είπαμε δηλαδή, ποιος είναι πού έκανε τήν άμαρτία· ποιά άμαρτία έκανε κατ’ είδος [55]· γιατί τήν έκανε· μέ ποιόν τρόπο τήν έκανε [56] σέ ποιόν τόπο καί πόσες φορές· καί σέ ποιά ’Εντολή άπό τίς δέκα έσφαλε· μιμούμενος σ’ αύτό καί έσύ τόν δίκαιο Ίώβ, πού έρευνούσε μέ έπιμέλεια καί έψαχνε κάθε κρίσι, πού δέν ήξερε· «’Υποθέσεις ξένων άνθρώπων, τίς έξήταζα μέ μεγάλο ένδιαφέρον» (Ίώβ 29,16).
“Οταν πάλι άκούς νά προφασίζεται ό μετανοών, ότι ό τάδε καί ό τάδε έγινε αίτιος καί έκανε αύτό τό κακό, όπως ιδιαίτερα συνηθίζουν οί γυναίκες νά λένε αύτές τίς προφάσεις, πές του Πναιματικέ· «Παιδί μου, έδώ ήλθες νά πής τίς άμαρτίτς τίς δικές σου γιά νά συγχωρηθής καί όχι τίς άμαρτίες τών άλλων, γιά νά άμαρτήσης πφίσσότφο, πέφτοντας σέ κατάκρισι».
Ποιούς καί πώς πρέπει νά έρωτά ό Πνευματικός.
Έάν όμως κάποιος ή άπό άγνοια καί άπαιδευσία του ή άπό ντροπή του δέν θέλη νά πή πρώτος καί μόνος του τίς άμαρτίες του, τότε άναγκάζεσαι, Πνευματικέ, νά τόν ρωτάς έσύ πρώτος γιά τίς άμαρτίες του καί έκείνος νά άποκρίνεται, όπως λέει ό Ιερός Αυγουστίνος· «Ό έπιμελής έρευνητής καί λεπτός έξεταστής μέ σαφήνεια καί έξυπνάδα ρωτά τόν μετανοούντα, έκείνα πού τυχόν άγνοεί ή άπό ντροπή θέλει νά τά κρύψη». Νά τόν ρωτάς λοιπόν, άν διέπραξε κάποιο άπό τά έπτά θανάσιμα άμαρτήματα ή άπό τά βλαστάρια τών θανάσιμων ή άπό τά συγγνωστά ή τά έγγύς τών θανάσιμων ή συγγνωστών. Παρόμοια νά τόν έρωτάς καί άν έσφαλε σέ κάποια άπό τίς δέκα Έντολές, άπαριθμώντας κάθε ένα άπό αύτά, όπως τά έξετάσαμε προηγουμένως.
Πρόσεχε όμως, Πνευματικέ, νά μή ρωτάς πώς λέγονται τά κύρια ονόματα τών προσώπων έκείνων, μέ τά όποια άμάρτησε ό έξομολογούμενος· διότι, έκτος πού αύτό είναι περιττό, έπί πλέον κάνεις καί τόν άμαρτωλό νά έχη ύποψίες έναντίον σου, ότι είσαι περίεργος, όπως λέει ό άναφερθείς Μητροφάνης.
Συμβουλεύουν άκόμη μερικοί, ότι είναι πολύ συμφέρον, άν τίς έρωτήσεις πού έχεις νά κάνης, τίς προφέρης μέ έναν τέτοιον τρόπο· «Παιδί μου, μήπως φόνευσες; μήπως έκλεψες; μήπως πόρνευσες; κ.τ.λ»· ώστε ό μετανοών άλλο νά μήν έχη νά άποκρίνεται, παρά, «ναί Πάτερ»· διότι μέ αύτό τό σχήμα τού λόγου εύκολα καί χωρίς ντροπή μπορεί νά φανερώση τίς άμαρτίες του ό άμαρτωλός.
Πώς πρέπει νά φέρεται ό Πνευματικός μέ τούς ντροπαλούς.
Μεγάλη τέχνη καί σύνεσι πρέπει νά χρησιμοποιής, Πνευματικέ, μέ αύτούς, πού άπό ντροπή ή δέν έξομολογούνται καθόλου τίς άμαρτίες τους ή τίς έξομολογούνται μισές καί όχι ολόκληρες· μερικές φορές άπό τήν μικρή άμαρτία, πού αύτοί σού έξομολογούνται, πρέπει έσύ, άπό λίγο λίγο έρευνώντας, νά βρής τήν μεγαλύτερη· γιά παράδειγμα· άν ένας άπό αύτούς σού έξωμολογήθηκε μόνο, ότι είδε ένα πρόσωπο καί συνωμίλησε μέ αύτό έρωτικά, έσύ μέ όμορφο τρόπο πρέπει νά τού πής τούς αισχρούς λογισμούς, πού άπό αύτό συνέβησαν στήν συνέχεια· άπό τούς λογισμούς τήν συγκατάθεσι· καί άπό τήν συγκατάθεσι τήν πράξι, όπως καί ό Θεός έκανε μέ τόν Ιεζεκιήλ άπό μία μόνη τρύπα, πού φαινόταν στόν τοίχο, νά σκάψη καί νά βρή θύρα καί άπό τήν θύρα νά μπή νά δή έκεί μέσα πολλά κρυμμένα είδωλα καί βδελύγματα· «Καί νά μία όπή στόν τοίχο καί μού είπε Υιέ άνθρώπου, σκάψε· καί έσκαψα, καί νά, βρήκα πόρτα· καί μού είπε Πήγαινε μέσα καί δές τίς άνομίες, πού κάνουν αύτοί· καί είσήλθα καί είδα, καί νά, ύπήρχαν μάταια βδελύγματα» (Ίεζ. 8,7)· πρέπει όμως νά προσέχης καλά, Πνευματικέ, μήπως καί διδάξης κανέναν καθαρό, τήν άμαρτία έκείνην, πού δέν ήξερε.
Ποιούς πρέπει νά έλέγχη ό Πνευματικός καί πότε καί πώς.
Δέν είναι καλό, Πνευματικέ, ούτε τό νά μή έλέγχης κανένα, ούτε πάλι τό νά έλέγχης όλους· διότι οί σοφοί καί παιδευμένοι ώφελούνται άπό τούς έλέγχους· «Έάν έλέγχης άνδρα συνετό, θά άντιληφθή τό σφάλμα του καί θά διορθωθή» (Παροιμ. 19,25). Άλλά καί όσοι έξομολογούνται μέ αύθάδεια καί σκληροκαρδία, έλέγχους χρειάζονται, σύμφωνα μέ τό «”Ελεγχε αύτούς άποτόμως» (Τίτ. 1,13). Ένώ οί άπαίδευτοι δέν δέχονται τούς έλέγχους· «Δέν θά άγαπήση ό άπαίδευτος αύτούς, πού τόν έλέγχουν» (Παροιμ. 15,12)· ούτε οί δειλοί, γιά νά μή πέσουν σέ άπόγνωσι άπό τόν φόβο τους· ούτε όσοι μέ κατάνυξι έξομολογούνται· διότι αύτοί έλέγχους δέν χρειάζονται, άλλά μάλλον παρηγοριά· ούτε οί άξιωματικοί, κατά τό «Πρεσβυτέρα) μή έπιπλήξης, άλλά παρακάλει ώς πατέρα» (Α’ Τιμόθ. 5,1). Κάποτε όμως χρειάζονται έλέγχους καί οί άξιωματικοί, άνακατεμένους όμως μέ κάποιους επαίνους, όπως κάνει ό Θεός στήν Άποκάλυψι μέ τούς Επισκόπους τών έπτά Εκκλησιών τής Ασίας (Άποκ. 2,3).
Πρέπει όμως νά έλέγχης, Πνευματικέ, σιγά σιγά, όπως έλέγχει καί ό ίδιος ό Θεός, όπως άναφέρεται· «Έκείνους πού άμαρτάνουν τούς τιμωρείς έλαφριά καί μέ έπιείκεια» (Σοφ. Σολ. 12,2)· καί γενικά, οί έλεγχοί σου πρέπει νά είναι πάντοτε άναμεμιγμένοι μέ τήν γλυκύτητα καί πραότητα, όπως παραγγέλλει ό Παύλος «Πρέπει μέ πραότητα νά παιδαγωγή τούς άντιθέτους, γιά νά τούς δώση κάποτε ό Θεός μετάνοια» (Β’ Τιμόθ. β’ 25). Ό δέ κατάλληλος καιρός τών έλέγχων είναι, άφού έξομολογηθή ό άμαρτωλός· καί γενικά, άφού ξεσκοτισθή λίγο καί ξεμεθύση άπό τήν άμαρτία. [57]
Πώς πρέπει νά οίκονομή ό Πνευματικός έκείνους πού έχουν λογισμούς βλασφημίας καί άπορίας.
Έάν τύχη νά έξομολογήσης μερικούς, πού έχουν λογισμούς βλασφημίας ή άλλους, πού νά έχουν πάντοτε άπορίες καί φόβους στόν λογισμό τους ή γιά τήν υγεία καί τήν ζωή τους ή γιά τήν σωτηρία τής ψυχής τους· στούς πρώτους λέγε νά καταφρονούν τίς βλασφημίες αύτές καί νά μη τίς σκέπτωνται καθόλου γιά άμαρτία, έπειδή δέν είναι γέννημα δικό τους, άλλά τού μισόκαλου διαβόλου· ή καί νά άντιλέγουν σέ αύτούς τούς βλάσφημους λογισμούς μέ αύτά τά λόγια· «’Ύπαγε όπίσω μου Σατανά· ότι έγώ Κύριον τόν Θεόν μου προσκυνήσω, καί αύτώ μόνω λατρεύσω· έπί δέ τήν κεφαλήν σου επιστρέφει ό πόνος καί ή βλασφημία σου έν τφ νΰν αίώνι καί έν τώ μέλλοντι», όπως σοφά συμβουλεύει ό ‘Άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος στόν κγ Λόγο κατά βλασφημίας. [58] Σέ έκείνους πάλι πού έχουν άμφιβολίες άσταμάτητες, πού προέρχονται ή άπό κάποια μελαγχολία καί ύποχονδρία ή άπό τόν διάβολο, άπό δοκιμή ή παραχώρησι Θεού· σέ αύτούς, λέω, πές· σ’) νά προσεύχωνται συνέχεια στόν Θεό· β’) νά μή πιστεύουν στούς λογισμούς τους, άλλά νά πιστεύουν καί νά ύποτάσσωνται σέ έκείνα, πού τούς λές έσύ· καί γ’) άν σού είναι δυνατό νά τούς δίνης γραπτά τόν Κανόνα, πού θά τούς όρίσης· διότι αύτοί βρισκόμενοι πάντοτε σέ άπορίες, μέ δυσκολία μπορούν νά πιστεύσουν έκείνο πού βλέπουν γραμμένο. Γιά αύτά βλέπε στό προηγούμενο κεφάλαιο «Πνευματικός Διδασκόμενος».
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙΟΝ»
Σύντομη διδασκαλία πρός τόν Πνευματικό πώς νά έξομολογή μέ βοηθό τούς Κανόνες τού άγίου Ίωάννου τού Νηστευτού έξηγημένους μέ άκρίβεια, γλαφυρή συμβουλή πρός τόν μετανοούντα πώς νά έξομολογήται, καί λόγο ψυχωφελή περί μετάνοιας.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ψηφοποίηση σκανάρισμα, μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
ΠΗΓΗ