Αργά βαδίζει ο Χριστός
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Περί αναστάσεως νεκρών
Γιά τούς φοβισμένους άπο τό θάνατο καί άπαράκλητους άπό τή ζωή
Δέν θά σέ δοξάζουν οί νεκροί. Κύριε, ούτε όλοι όσοι κατεβαίνουν στόν ‘Άδη.
Άλλά έμεϊς οί ζώντες θά ευλογούμε τόν Κύριο άπό τώρα καί έως τούς αιώνες.
Ψαλμός 113,25-26
Εφόσον ή πεποίθηση στην αθανασία είναι τόσο απαραίτητη γιά τήν ύπαρξη τού άνθρωπου, τότε οπωσδήποτε αύτη είναι καί ή φυσική κατάσταση τής άνθρωπότητας, καί έάν είναι έτσι, τότε καί ή ‘ίδια ή αθανασία της ψυχής τού άνθρώπου ύπάρχει άναμφισβήτητα. Μέ μία λέξη, ή ‘ιδέα περί άθανασίας είναι ή ϊδια ή ζωή, ή ζωντανή ζωή, ή τελική της μορφή καί ή κύρια πηγή τής άλήθειας καί τής όρθής γνώσης γιά τήν άνθρωπότητα. Ή ότγάττη πρός τήν άνθρωπότητα είναι τελείως αδιανόητη καί τελείως αδύνατη χωρίς τήν πίστη στήν αθανασία τής ψυχής τού άνθρώπου.
Ντοστογιέβσκι
Όλα τα βλεμματα σας στρέφονται σέ μένα, αγαπητά άδέλφια, έκφράζοντας σήμερα μόνο μία μοναδική έρώτηση: Υπάρχει άνάσταση νεκρών; Αύτή τήν έρώτηση ύποβάλατε πολλές φορές στήν έπιστήμη, στή φιλοσοφία, στήν τέχνη, στήν Ιστορία, στόν πνευματισμό καί στή χειρομαντεία. Μέ τήν ψυχή γεμάτη άπό διάφορες άβέβαι-ες άπαντήσεις άμφιταλαντεύεστε καί άπευθύνε-στε σήμερα στήν Έκκλησία μέ τήν ϊδια έρώτηση: Υπάρχει άνάσταση τών νεκρών;
Βιάζεστε γιά τήν άπάντηση, γιατί ό θάνατος βιάζεται νά σάς συναντήσει· κάθε μέρα περιπλανιέται σ’ αύτή τήν πόλη καί παίρνει μαζί του άνεπιστρεπτί έναν άρκετά μεγάλο άριθμό μικρών καί μεγάλων. Είστε όλοι τοποθετημένοι σάν σέ κλήρωση σ’ αύτή τή ζωή· ό θάνατος κάνει βόλτα στά διαμερίσματά σας καί μαζεύει τά κέρδη πού τού κληρώθηκαν. Τά κέρδη του είναι οί γονείς σας,τά παιδιά σας, οί φίλοι σας καί έσείς οί ίδιοι. Τούς πιό άγαπημένους σας, αύτούς πού είναι γεμάτοι ζεστασιά καί σημασία,γεμάτοι γλυκιά τρυφερά -δα, έλξη καί χρώμα, ό θάνατος τούς μετατρέπει μπροστά στά μάτια σας σέ σκληρές κέρινες φιγούρες. Βαριέστε τήν σημερινή μέρα καί είστε άνυπόμονοι νά τήν άλλάξετε μέ τήν αύριανή, ξεχνώντας ότι κάθε μέρα ό τροχός τής τύχης τού θανάτου είναι όλο καί πιό κοντά στόν άριθμό σας. Θά βγει τελικά καί ό δικός σας άριθμός, καί ό θάνατος θά τόν κοιτάξει μέ άδιάφορα μάτια,χορτασμένα μέ άνθρώπους, θά τόν κοιτάξει καί θά τόν πάρει. Καί έσύ, φίλε μου, θά κείτεσαι μπροστά άπό τούς φίλους σου σάν κέρινη φιγούρα. Καί οί φίλοι σου θά σού βάλουν στά κρύα χέρια κερί καί θά στέκουν σέ κύκλο γύρω άπό τό κεφάλι σου. Θά στέκουν καί θά θλίβονται:
« Κοίτα τόν φίλο μας, πού ήταν τόσο εύκίνητος, φωτεινός, ζεστός καί άγαπητός! Κοίτα πώς κείτεται τώρα μπροστά μας σάν μιά μάζα άπό κύτταρα, άκίνητος καί σιωπηλός! Ή άλλοτε φωτεινή ι ου ψυχή έχει λιγότερο φώς κι άπ’ αύτό τό λεπτό κερί στά χέρια του· ή άλλοτε ζεστή του καρδιά t χει λιγότερη ζεστασιά κι άπ’ αύτή τή μικρή ταλα-ντευόμενη φλογίτσα τοϋ κεριού.
βλέποντας τόν νεκρό έσείς όλοι, άδέλφια, άναρωτιέστε: Υπάρχει όντως άνάσταση νεκρών; Ακόμα καί όταν άπομακρυνθείτε άπό τόν νεκρό καί όταν ό κρύος ιδρώτας έχει στεγνώσει στό με τωπο καί τά δάκρυα στά μάτια, όταν έχετε φύγει άκολουθώντας τίς καθημερινές σας δουλει-t1, καί φροντίδες,όταν υφαίνετε ή ράβετε ή διαβάζετε ή γράφετε ή χτίζετε ή διοικείτε τή χώρα, συχνά ανάμεσα στίς συνήθεις σκέψεις εισχωρεί καί ή σκέψη περί θανάτου καί άνάστασης τών νεκρών.
Μία μητέρα μέ ρώτησε πρόσφατα: ‘Υπάρχει ανάσταση τών νεκρών; Ό γιός της μαχόταν νότια του Μπίτολ καί σκοτώθηκε. Εκείνη περπατούσε στό πεδίο τής μάχης καί ξέθαβε τόν ένα τάφο
μετά τόν άλλο,γιά νά βρει τόν γιό της. Οι νεκροί κείτονταν ήδη πολύ καιρό κάτω άπό τό χώμα καί ήταν όλοιϊδιοι μεταξύ τους και ϊδιοι μέ τό χώμα. Ή μητέρα γνώρισε τόν γιό της άπό ένα περιλαίμιο στό στήθος. Δέν μπορούσε πιά νά τόν γνωρίσει άπό τό πρόσωπο. Άκόμα καί τό ρούχο φαινόταν πιό άθάνατο άπό τόν άνθρωπο πού τό φορούσε. Ή μητέρα δέν μπορούσε νά κλάψει: ή καταστροφική φρίκη τού θανάτου έκανε γυαλί τά μάτια της καί πάγωσε τήν ψυχή της. Μπροστά της ύπήρχε ένα άνατριχιαστικό μυστήριο. Μία ζωή ειχε γίνει κάρβουνο καί πηλός. Άπό άνθρώπινο πλάσμα, πού κάποτε ήταν σύνθετο μέρος τοϋ σώματος της καί τής ψυχής της, άπό τόν άνθρωπο πού τήν άποκαλοϋσε μάνα,πού κουβαλούσε τύ όπλο καί μαχόταν στίς μάχες, φάνηκε μπροστά στά μάτια της μιά χοϊκή, άμορφη μάζα, πού ανακατευόταν μέ τό χώμα- μιά άνενεργή χωμάτινη μάζα, πού δέν αισθανόταν πιά συγγένεια μέ κανέναν εκτός άπό τό χώμα. Μύλις πού τύλμησε ή μητέρα νά πιάσει τόν γιό μέ τά χέρια. ‘Ήθελε τουλάχιστον νά χαϊδέψει αύτή τή σκληρή άνάμνηση τοϋ όμορφου γιοϋ της. Όμως τραβήχτηκε σάν άπό άσχημο όνειρο: τά δάχτυλα δέν μπορούσαν νά κρατηθούν στήν έπιφάνεια, άλλά άμέσως βυθίστηκαν βαθιά στό σαπισμένο σώμα όπως σέ σάπια κολοκύθα. Φόβος περιέλαβε τή μητέρα. Αισθάνθηκε έναν άξεπέραστο γκρεμό άνάμεσα σ’ έκείνη καί τόν γιό της. Τίποτα δικό της καί τίποτα άγαπητό δέν μπορούσε νά δει σ’ αύτό τόν άνοιχτό τάφο, σ’ αύτύ τό σκοτεινό, ύπόγειο χημικό έργαστήριο. Ήρθε άποκαμωμένη, καί όταν μοϋ διηγήθηκε τό φοβερό θέαμα, μέ ρώτησε : «Υπάρχει άνάσταση τών νεκρών;».
Μοϋ έθεσε ή θλιμμένη μητέρα τήν ϊδια έρώτηση, πού μοϋ βάζετε έσεϊς, άδέλφια, σήμερα μέ τά βλέμματά σας.
Πώς νά σάς άπαντήσω;
Έάν σάς μιλούσα μέ τή γλώσσα τών άπαισιό-δοξων καί άπελπισμένων, θά σάς άπαντοϋσα: Όχι,δέν υπάρχει άνάσταση τών νεκρών.
Έάν σάς μιλούσα μέ τή γλώσσα αύτών πού καταλαβαίνουν μόνο ό ,τι είναι κοντά στά χέρια τους, θά σάς άπαντοϋσα: Ή άνάσταση είναι ένα άλλόκοτο παραμύθι τών παλιών καί τών νέων καιρών.
Μέ τή γλώσσα τών σκλάβων καί τών άθλιων, τών βασανισμένων καί τών κυνηγημένων, χωρίς δικαιώματα σ’ αύτή τή ζωή, θά σάς έλεγα: Ή άνάσταση τών νεκρών είναι άπαραίτητη άνάγκη έπειδή πρέπει νά άποκατασταθεί ή δικαιοσύνη.
Μέ τή γλώσσα τοϋ Σωκράτη καί τοϋ Πλάτωνα,
τών σοφότερων άνθρώπων τής άρχαίας εποχής, θά σάς άπαντοϋσα: Ναι,ή ψυχή είναι άθάνατη,ό θάνατος είναι ξύπνημα άπό τό όνειρο καί πέρασμα στόν ιδεώδη κόσμο.
Μέ τή γλώσσα τοϋ Δάντη, τοϋ μεγαλύτερου ποιητή στούς τριάντα περασμένους αιώνες, θά σάς άπαντοϋσα: Έγώ ολόκληρη τή ζωή μου έβλεπα καί υμνούσα αύτόν τόν άλλο, μέ τό θάνατο μεταμορφωμένο καί μέ τό Θεό άναστημένο στόν κόσμο τών νεκρών.
Μέ τή γλώσσα τοϋ Μιχαήλ ‘Αγγέλου καί τοϋ Ραφαήλ θά σάς άπαντοϋσα: Ό μεγαλύτερος γλύπτης καί ό μεγαλύτερος ζωγράφος άφιέρωσαν όλη τήν εύφύί’α τους καί τή ζωή τους στήν ύπηρεσία τής Εκκλησίας,δηλαδή ένός οργανισμού πού βασιζόταν όλος έπάνω στό δόγμα περί άναστάσεως.
Μέ τή γλώσσα τοϋ Κάντ, τού μεγαλύτερου φιλοσόφου τών νέων χρόνων, θά σάς έλεγα: Ή ζωή μετά τό θάνατο είναι άναπόφευκτη, μιά άναγκαιότητα βασισμένη έπάνω στόν οργανικό καί ήθικό νόμο. Έάν ή ζωή διακόπτονταν μέ τό θάνατο , θά διακόπτονταν καί ή ήδη ξεκινημένη έξέλιξη σ’ αύτό τόν κόσμο, έάν ή ζωή καταστρεφόταν μέ τό θάνατο καί ό πιό κατηγορηματικός νόμος, ό νόμος τής συνείδησης καί τοϋ ήθους, θά είχε καταστραφεί.
Μέ τή γλώσσα τοϋ τωρινού προέδρου τής Ακαδημίας τών Επιστημών τοϋ Λονδίνου, τοϋ Όλιβερ Λότζ, ό όποιος πρόσφατα έκανε μιά ομιλία περί της άθανασίας τής άνθρώπινης ψυχής, μέ τή γλώσσα αύτοϋ τοϋ γνωστού φυσικού, θά σάς έλεγα: Πάνω άπύ το φυσικό κόσμο ύπάρχει ένας πνευματικός κόσμος,τοϋ οποίου έμεϊς γινόμαστε συνειδητά μέλη μετά τό θάνατο.
Μέ τή γλώσσα τοϋ Λομπρόζο,τοϋ δοξασμένου άνθρωπολύγου καί ψυχιάτρου, θά σάς άπαντοϋσα: Ό πνευματισμός είναι άληθινός, ύπάρχει πνευματικός κόσμος, ό όποιος άνακατεύεται μ’ αύτό τό φυσικό κόσμο καί συμμετέχει στή ζωή του.
Θέλετε νά σάς άπαντήσω μέ τή γλώσσα τών ινδικών παγόδων ή τών αιγυπτιακών πυραμίδων καί μούμιων ή τών άραβικών τζαμιών ή μέ τή γλώσσα τοϋ Μωάμεθ ή μέ τή γλώσσα τοϋ Πέρση προφήτη Ζωροάστρη ή μέ τή γλώσσα τής ομάδας τών έλληνικών ναών στήν Ακρόπολη ή έκείνων στό ρωμαϊκό φόρουμ ή μέ τή γλώσσα τών βωμών τών δρύίδων τοϋ νορβηγικού-βρετανικού Βορρά; Θά σάς άπαντήσω ένα καί τό αύτό: Έμείς θά είμαστε ζωντανοί καί θά δικαστούμε μετά τό θάνατο.
Θέλετε τήν άπάντηση στή γλώσσα τοϋ λογικού;
Οί νεκροί χρειάζεται νά άναστηθοϋν. Θέλετε τήν άπάντηση στή γλώσσα τοϋ ένστικτου; Οί νεκροί πρέπει ν’ άναστηθοϋν. Θέλετε τήν άπάντηση στή γλώσσα τής πίστης; Οί νεκροί ήδη άναστήθηκαν.
Όμως, έγώ είμαι καλεσμένος γιά νά σάς μιλήσω μόνο έν ονόματι τής πίστης τοϋ
Χριστοϋ καί θά σάς δώσω τήν άπάντηση στό όνομα αύτής τής πίστης:
Οί νεκροί χρειάζεται νά άναστηθοϋν, οί νεκροί πρέπει νά άναστηθοϋν καί οί νεκροί ήδη άναστήθηκαν.
Οί νεκροί ήδη άναστήθηκαν! Αύτό είναι σημαντικό. Τό ισχυρίστηκαν οί άπόστολοι τού Χριστού τήν πεντηκοστή ήμέρα μετά τό θάνατο τοϋ Δασκάλου τους. “Ω, έάν έδινε καί σέ μένα ό Θεός τή φλογερή γλώσσα τών άποστόλων, θά σάς ζέσταινα μέ τήν πίστη στήν άνάσταση τών νεκρών, θά ύψωνα τίς καρδιές σας άπό τό βάθος τής άμφιβολίας καί τής άπελπισίας καί θά φώτιζα τά μάτια σας,ώστε μέσα άπό τά κρύα καί σκοτεινά σύννεφα τού θανάτου νά δείτε τό αιώνιο φώς τής ζωής!
Τή φλογερή γλώσσα έλαβαν οί άπόστολοι όταν είδαν μέ τά μάτια τους τό Δάσκαλο τους μετά τόν θάνατο – αύτή είναι ή άπόδειξή τους. Αύτοί δέν χρησιμοποιούν στήν άπόδειξή ούτε τά μαθηματικά ούτε τή λογική, άλλά τήν πιό σκληρή
έμπειρία. οί άποδείξεις τους είναι έντελώς τής φύσης τών αισθήσεων. Έάν αύτύ πού έκείνοι παρατήρησαν μέ τίς αισθήσεις τους είναι μή λογικό καί παράδοξο , δέν θέλουν νά ξέρουν! Ξέρουν μόνο έκεΐνα πού καί ισχυρίζονται, δηλαδή ότι μέ τά μάτια τους ε ίδαν ζωντανό τόν άνθρωπο πού ώς νεκρός ήταν πρίν θαμμένος στή γή. Όποιος ζητά άπ’ αύτούς νά άποδείξουν ό ,τι είδανε, αύτύς ζητά ή δυνατότερη άπόδειξή νά άποδεικνύεται μέ τίς πιό άδύναμες άποδείξεις. Διότι σ’ αύτή τήν περίπτωση καί τά μαθηματικά καί ή λογική είναι πιό άδύναμα ώς άπόδειξή άπό ένα όρατό γεγονός. Γιά κάθε ορατό γεγονός φτάνουν σήμερα μόνο δυό μάρτυρες στό δικαστήριο. Όμως έδώ δέν πρόκειται γιά δυό άλλά γιά δώδεκα. Αύτοί δέν άποδεικνύουν τύ όρατό γεγονός μέ τίποτα, άλλά τό βεβαιώνουν μ’ όλη τους τή ζωή καί τήν έργασία. Αφιερώνουν όλη τους τή ζωή στό κήρυγμα εκείνου πού είδαν τά μάτια τους. Εξαιτίας αύτοϋ έγκαταλείπουν τίς έστίες τους, τίς οίκογένειές τους, τήν πατρίδα τους καί έκτίθενται σέ φοβερές άπαξιώσεις, διώκονται , υπομένουν τά φοβερότατα βασανιστήρια καί γιά χάρη του στό τέλος πεθαίνουν. Έάν οί άπόστολοι ισχυρίζονταν τήν άνάσταση τοϋ Χριστού άπύ τούς νεκρούς καί γι’ αύτο τόν ισχυρισμό
έπαιρναν μαρμάρινα παλάτια δίπλα στόν Ηρώδη στά Ιεροσόλυμα ή τό επάγγελμα τοϋ συγκλητικού στή Ρώμη, άμέσως ό ισχυρισμός τους θά έδειχνε ψεύτικος. Όμως, τό κήρυγμά τους παίρνει όψη άλήθειας άπό τή στιγμή, πού ξεκινούν γι’
αύτύ τους τό κήρυγμα νά θυσιάζουν τίς περιουσίες τους,τό χρόνο,τούς φίλους, τήν ύγεία καί τήν εύτυχία τους. Όταν πρώτη φορά οί άπόστολοι μίλησαν περί τοϋ άναστημένου Χριστού, οί άνθρωποι γελούσαν καί τούς άποκαλοϋσαν μεθυσμένους. Όταν μίλησαν δεύτερη φορά,οί άνθρωποι δέν γελούσαν, άλλά μπόρεσαν νά τούς άπο-καλέσουν πληρωμένους. Όταν οί άνθρωποι τούς έβαλαν στά μαρτύρια καί πάλι άκουσαν τά ‘ίδια λόγια άπό τό στόμα τους, τότε άρχισαν νά σκέφτονται. Καί μόλις είδαν οί άνθρωποι ότι ούτε τό αίμα τους δέν λυπούνται νά χύσουν προκειμένου νά μιλήσουν περί άναστάσεως, τούς πίστεψαν. Όχι ή λογική άλλά τό αίμα τών μαρτύρων απέδειξε τήν άνάσταση τοϋ Χριστού.
Άλλά δέν πρέπει σέ καμία περίπτωση νά νομίζουμε ότι οί άπόστολοι θεωρούσαν τό κήρυγμά τους περί άναστάσεως τών νεκρών σάν κάποιο φανταστικό καί γι’ αύτό ελκυστικό σκηνικό στό ήθικό τους κήρυγμα, πού, δήθεν, γι’ αύτούς θά ήταν κύριο. “Οχι άντίθετα, έκείνοι παντού τόνιζαν τύ γεγονός τής άνάστασης τοϋ Χριστού ώς τύ κύριο γεγονός, πού έκείνοι γνώριζαν, ώς τό μέγιστο νέο, πού έκείνοι έφερναν, καί ώς τό πιό σωτήριο εύαγγέλιο, πού πρέπει νά άποτελέσει τή νέα βάση στό άνθρώπινο δίκαιο καί τήν εύτυχία στή γή. Ό άπόστολος Πέτρος άρχίζει κάθε του λόγο πρός τό λαό έπαναλαμβάνοντας τήν ιστορία περί σταυρωμένου Χριστού καί τήν άνάσταση έκ νεκρών. Ό άπόστολος Παύλος γράφει στούς Κορινθίους: Έάν ό Χριστός δέν άναστήθηκε έκ νεκρών, τότε είναι παράλογο τό κήρυγμά μας, είναι έπίσης παράλογη καί ή πίστη σας (Α’ Κορ. 15,4). Κατά τόν ϊδιο τρόπο καί γιά μάς ή πίστη στήν άνάσταση πρέπει νά είναι τό κύριο πράγμα. Αφού, χωρίς αύτό, όλη ή υπόλοιπη πίστη μας είναι παράλογη καί περιττή. Είναι παράλογο, χωρίς αύτό, καί τό κήρυγμά μου. Τότε μπροστά σας εδώ θά έμοιαζα μέ τό νερόμυλο, πού διώχνει τό νερό, ένώ άλέθει τόν άνεμο. Θά ήμουν τό πιό μίζερο πλάσμα στή γή, έάν σάς κήρυττα τήν άνάσταση, ένώ ό ‘ίδιος δέν πίστευα σ’ αύτήν. Θά ήμουν ό πιό άσυνεπής άνθρωπος στή γη, έάν σάς συμβούλευα νά είστε αισιόδοξοι, διότι οί νεκροί είναι πηλός καί τίποτα παρά πάνω άπό πηλός! Καί θά ήμουν άνθρωπος στή μέγιστη πλάνη, έάν σάς δίδασκα νά είστε δίκαιοι, μιάς καί τό δίκαιο καί τό άδικο γίνονται ϊδια μπροστά στό θάνατο: Ό θάνατος δέν φέρνει ούτε βραβείο οΰτε τιμωρία ούτε κάτι καλύτερο άπό αιώνιο σκοτάδι καί αιώνιο άξημέρωτο ύπνο.
Ό θάνατος έφερε στον Χριστό τό αιώνιο σκοτάδι καί τό αιώνιο όνειρο χωρίς ξύπνημα; Έάν ναί, τότε ό θάνατος είναι άβυσσος, στήν όποία όλοι οί άνθρωποι χάνονται, ένώ ή ζωή είναι μόνο έφήμερη καί άστοχη περιπλάνηση καί θλιβερός χορός γύρω άπ’ αύτή τήν άβυσσο.
Έάν ό Χριστός δέν έχει άναστηθεΐ άπό τούς νεκρούς,τύτε κανένας άπό τούς νεκρούς δέν έχει άναστηθεΐ. Τότε ή γή είναι μιά μεγάλη έπιτύμβια στήλη πάνω
στήν όποία έμεΐς είμαστε μόνο μιά γραφή σχηματισμένη στή σκόνη τών προγόνων μας.
Έάν ό Χριστός, σταυρωμένος στό Γολγοθά τήν έποχή τού Ποντίου Πιλάτου, δέν είναι αύτή τή στιγμή ζωντανός, τότε όλη ή χριστιανική πίστη είναι ένα ψεύτικο παραμύθι καί ένα νανούρισμα τής άνθρωπότητας στό βασίλειο τών ένύπνιων ονείρων καί τών φαινομενικών άκτίνων.
Τότε γιά ποιό λόγο νά υπάρχει έκκλησία σέ κάθε χωριό καί πόλη τής Εύρώπης,γιά ποιό λόγο νά ύπάρχει ή Έκκλησία καί ή προσευχή; “Ω, τί άλλο είναι τύτε ή έλπίδα, παρά καπνός, καί ή άγάπη τί άλλο είναι τότε, παρά άνοησία; Καί όλη η ζωή τί άλλο είναι τότε παρά καπνός καί άνοησία ; Τί είναι ή χριστιανική τέχνη παρά αίωνιοποί-ηοη τοϋ ψεύδους; Καί ή χριστιανική εύγένεια, παρά μιά άβάσιμη άδυναμία;
Καί οί άπόστολοι τοϋ Χριστού τί άλλο είναι παρά ονειροπαρμένοι; Ό Δάντης: άρρωστος ονειροπόλος; Ό Κάντ: άμαθής; Ό “Ολιβερ Λότζ: κακός λογικός; Ό Λομπρόζο: πλανεμένος πνευματιστής ; Καί έμεΐς όλοι κληρονόμοι ενός άρρωστου ονείρου,άμάθειας,βλακείας καί πλάνης;
Όμως, προσπαθήστε νά φανταστείτε σοβαρά τόν Χριστό νεκρό σ’ αύτούς τούς δεκαεννιά αιώνες: νά μήν έχει άκούσει ούτε μία προσευχή άπευθυνόμενη σ’ Εκείνον, νά μήν έχει παραστεί σέ καμία λειτουργία,πού έγινε στο δνομά Του,νά μήν έχει συμπονέσει κανένα πόνο! Φανταστείτε ότι κατά τή διάρκεια δεκαεννέα αιώνων, ό Χριστός, όσο Τοϋ προσευχόμασταν, όσο μπροστά Του γονατίζαμε, όσο Τόν θεοποιούσαμε, ήταν κουφός καί μουγγός σάν πηλός.
“Οχι, αύτό δέν είναι δυνατό νά τό φανταστεί κανείς. Τόση ζωή, δέν θά μπορούσε νά βασιστεί στό θάνατο άλλά στή Ζωή. Οί άφορμές πού έδωσε ό Χριστός στόν κόσμο δέν θά μπορούσαν νά δοθούν άπό έναν άνθρωπο πού άπλώς έζησε τριάντα τρία χρόνια καί υστέρα μετατράπηκε σέ μία χούφτα στάχτης. Τόσες προοδευτικές άνατα-ραχές πνευματικών μεταμορφώσεων στόν κόσμο μπορούσε νά παράγει μόνο Εκείνος, πού ζούσε καί ζεϊ μαζί μέ τό έργο Του μέσα σέ όλη τήν ιστορία, έως σήμερα, καί πού ζωντανύς αιώνια άγρυ-πνά καί πετά έπάνω άπό τό έργο Του. Τέτοιος παντοδύναμος άρχοντας τής άνθρώπινης ιστορίας καί κυρίαρχος τών άνθρωπίνων σκέψεων καί καρδιών, μπορούσε νά γίνει μύνον Εκείνος πού μετά τύ θάνατο Του έμφανίστηκε ώς ζωντανός καί ισχυροποίησε έτσι τή βεβαιύτητα στούς άνθρώπους ότι ό θάνατος δέν σημαίνει καταστροφή τής ζωής παρά μόνο πέρασμα σέ μιά άλλη.
Ό ζωντανός Χριστός είναι έγγύηση τής πίστης μας. Ό Χριστός, πού έζησε καμιά τριανταριά χρόνια στή Γαλιλαία καί στήν Ιουδαία,δέν έπραξε ούτε ένα έκατομμυριοστό τών θαυμάτων έκεί-νων πού έπραξε ό Χριστός, πού μετά τό θάνατο έμφανίστηκε στούς μαθητές Του. Αύτός ό άλλος Χριστός άκριβώς καί θεμελίωσε τό χριστιανισμό. Αύτός ό άλλος Χριστός είναι ή κύρια έγγύηση τής πίστης μας στο νόημα τής ζωής καί στήν άνάσταση τών νεκρών.
Σέ κάποιους όμως φαίνεται αύτή ή έγγύηση ύπερβολικά παλιά καί ύπερβολικά άπομακρυσμένη στό χρόνο καί τό χώρο, ώστε άναζητούν άλλες έγγυήσεις. Έγώ λέω: αύτή είναι ή κύρια, όχι όμως καί ή μόνη έγγύηση.
Δέν είδαν μόνο τόν Χριστό ζωντανό μετά τό θάνατο. Ό πνευματισμός έγινε στήν έποχή μας θρησκεία μερικών έκατομμυρίων ψυχών στόν κόσμο. Καί ό πνευματισμός βασίζεται όχι μόνο στά περασμένα οράματα άλλά καί στά τωρινά. Ό πνευματισμός είναι κατά ένα μέρος του πλάνη, όμως δέν κρατιέται καί δέν εύρύνεται έξαιτίας τής πλάνης άλλά λόγω τής άλήθειας, πού βρίσκεται μέσα του. Γύρω άπό κάθε άλήθεια πάντα συσσωρεύονται πολυάριθμες πλάνες, σάν πεταλούδες γύρω άπό τή φλόγα κεριού. Ή βασική άλήθεια τοϋ πνευματισμού είναι ότι ύπάρχει ένας ύψηλύτερος πνευματικός κόσμος, πού βρίσκεται σέ άμεση έπαφή μ’ αύτό τόν φυσικό κόσμο. Τό συμπέρασμα άπ’ αύτή τήν άλήθεια είναι ότι καί έμεΐς μετά τό θάνατο θά είμαστε μέλη αύτοϋ τοϋ υψηλότερου καί πνευματικού κόσμου. Εκατοντάδες χιλιάδες παραδείγματα έμφάνισης πνευμάτων -άρχίζοντας άπό τήν έμφάνιση τοϋ Σαμουήλ στό βασιλιά Σαούλ έως τίς πνευματιστικές έμφανίσεις τής έποχής μας, πού έξερεύνησαν καί δημοσίευσαν έπιστήμονες καί φιλόσοφοι όπως ό Κρούξ, ό Φέχνερ, ό Λομπρόζο, ό Τζέμςκ.α-, παρουσιάζουν ένα δυνατό έμπειρικό καί έπιστημονικό ύπόστρωμα γιά τήν πίστη στήν άθανασία. Ό πνευματισμός δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή προσπάθεια νά άναδειχθεϊ μέ πείραμα ή κύρια άλήθεια τής χριστιανικής πίστης, καί κάθε πίστης:ή άθανασία. Τούτο άπαιτεί ό μοντέρνος καιρός. Ό μοντέρνος τρόπος σκέψης άπαιτεί όλα νά ύπάρχουν σέ ντοκουμέντα σάν άλήθεια μέ πειραματική έπιστημονική γνώση. Οί μοντέρνοι άνθρωποι δέν θέλουν νά πιστεύουν, ώσπου νά δοϋν καί νά άκούσουν καί νά βάλουν τά χέρια τους στά πλευρά τών άναστημένων. Τούτο έχει καί τήν καλή του πλευρά. Όμως,τούτο δείχνει καί τό τραχύ νόημα γιά έναν περισσότερο ιδεολογικό τρόπο τής γνώσης.
Οί άνθρωποι καί πρίν άπό τόν Χριστό καί πρίν άπό τόν οργανωμένο καί έκτεταμένο πνευματισμό πίστευαν στή ζωή τού άνθρώπου μετά τό θάνατο. Οί άπλοί άνθρωποι έφταναν σ’ αύτή τήν πίστη μέ ένστικτώδη προαίσθηση καί οί φιλόσοφοι άκόμα καί μέ τή λογική τών πραγμάτων.
Καί στήν καρδιά μας, όπως καί στήν καρδιά τών άδελφών μας άρχαίων Αιγυπτίων καί τών Ινδιάνων, ύπάρχει αύτή ή ένστικτώδης προαίσθηση , ή φλύγα μέσα μας άπό τήν άρχή σάν μέγιστη προφητεία τής μέγιστης πραγματικότητας πού θα έρθει. Καί στό νού μας, όπως καί στό νού τών άδελφών μας, τών άρχαίων φιλοσόφων όλων τών λαών, μπορεί νά χωρέσει τούτη ή ‘ίδια λογική τών πραγμάτων: ό θάνατος δέν σημαίνει συντόμευση άλλά άλλαγή καί έπιμήκυνση τής ζωής.
Όλα τά μεγάλα πράγματα, οί άνθρωποι τά προαισθάνονταν μέ τό ένστικτο πρώτα, κι ύστερα τά άνακάλυπταν. Μέ τό ένστικτο καθοδηγούμενος ό Κολόμβος βρήκε τή νέα γή, ό Στέφενσον τό σιδηρόδρομο καί ό έμπορος Σλήμαν τήν άρχαία Τροία καί τόν πλούτο τοϋ Πρίαμου. Μέ τό ένστικτο οί άνθρωποι προαισθάνθηκαν καί τίς ύπόγειες διαδρομές καί τό πλοίο τοϋ άέρα. Ό Μπερξόν, σύγχρονος γάλλος φιλόσοφος, μέ τό ένστικτο άποδεικνύει τήν άθανασία τής άνθρώπι-νης ψυχής. Τό ένστικτο μας λέει ότι έμεΐς είμαστε άθάνατοι καί τό ένστικτο δέν παραπλανεί ούτε τά άτομα, πώς νά παραπλανεί ολόκληρη τήν άνθρω-πότητα; Όλόκληρη ή άνθρωπότητα μέ τό ένστικτο έλπίζει στή νέα ζωή μετά τό θάνατο. Είναι άδύνατο καί νά φανταστεί κανείς ότι ένα τόσο καθολικό ένστικτο μπορεί νά παραπλανάται. Αφού μέσω τοϋ ένστικτου μιλά ό ‘ίδιος ό Θεός καί ό Θεός δέν παραπλανά, άλλά λέει αιώνια τήν άλήθεια.
Τό ένστικτο μας άποδεικνύεται άκύμα πιο αλάνθαστο διότι καί ή λογική τών πραγμάτων τό υποβαστάζει καί ή προφητεία τό επιβεβαιώνει.
Επιτρέπει ή λογική τών πραγμάτων νά μπορεί ό Θεός νά αυτοκτονήσει; Τοότο κανένας άπό σάς δέν μπορεί νά τό πεί. Ό Θεός είναι αιώνιος φορέας τής ζωής ολόκληρης τής οικουμένης. Ή αύτοκτονία τοϋ Θεοϋ είναι,λοιπόν,τελείως άφάνταστη.
Κάθε άτομική ζωή είναι ζωή τοϋ Θεοϋ. Καί ή δική μου καί ή δική σου ζωή, όπως καί ή ζωή όλων μας είναι ζωή τοϋ Θεοϋ. Ό Θεός βρίσκεται απέναντι σέ κάθε άτομική ζωή ή σάν ολότητα άπένα-ντι στό μέρος ή σάν πορτρέτο άπέναντι στή μινιατούρα . Αδιάφορο. Τό κύριο είναι ότι ό Θεός ζει στήν κάθε άτομική ζωή. Έάν ό θάνατος σήμαινε τήν καταστροφή μίας άτομικής ζωής, θά σήμαινε γιά τόν Θεό αύτοκτονία. Άφού καταστρέφοντας τή ζωή μου ό Θεός θά κατέστρεφε μ’ αύτό καί τή δική Του. Καί έφόσον στό τέλος όλα τά ζωντανά όντα πρέπει νά ύποκύψουν στό θάνατο, έτσι στό τέλος καί ό Θεός θά έπραττε οριστική αύτοκτονία.
Καί άπ’ αύτό άκολουθεί τό συμπέρασμα: Ό θάνατος είναι άδύναμος πάνω στή ζωή μας, όπως καί πάνω στή ζωή τοϋ Θεοϋ.
Όμως, πρός τί ή άπόδειξή τής άθανασίας της ζωής; Καμία μεγάλη θρησκευτική εύφύί’α στήν ιστορία τοϋ κόσμου δέν θέλησε νά άποδείξει τόν Θεό καί τήν άθανασία – ούτε ό Κομφούκιος ούτε ό ‘Ορφέας ούτε ό Μωυσής ούτε ό Μωάμεθ ούτε ό άπόστολος Παύλος. Γιά όλους αύτούς ή ζωή μετά τό θάνατο ήταν τόσο οφθαλμοφανής, ώστε δέν μποροϋσαν νά τήν άποδείξουν, διότι είναι τόσο δύσκολο όσο καί άχρηστο νά άποδεικνύεις πράγματα οφθαλμοφανή. Εκείνοι μιλούσαν όχι σάν λογικοί καί έπιστήμονες άλλά ώς μάρτυρες ενός άλλου κόσμου. Καί ό Χριστός μετά θάνατον δέν άποδείκνυε ούτε τόν Θεό ούτε τή ζωή, άλλά ήταν μάρτυς καί τοϋ ένός καί τοϋ άλλου. Έβλεπε καί παρατηρούσε καί μαρτυρούσε έκεΐνο πού είχε δει. Ή πόρτα τοϋ μέλλοντος μπροστά Του ήταν άνοιχτή καί Αύτός έβλεπε τόν έαυτό Του ζωντανό μετά τό θάνατο. Είδε τόν έαυτό Του νά περπατά έπάνω στά σύννεφα. περιτριγυρισμένο μέ άνώτερα πνεύματα, στό φώς καί στή δόξα. Είδε τούς άγγέλους Του νά ξυπνούν μέ σάλπιγγες τούς νεκρούς καί νά τούς μαζεύουν στή δίκη άπό τίς τέσσερες πλευρές τοϋ κόσμου. Αύτύς τό είδε καί σέ αύτύ έστρεφε τήν προσοχή, άλλά δέν άποδείκνυε τίποτα. Όποιος είχε μάτια γιά νά δει τόν πνευματικό κόσμο, έβλεπε. Όποιος δέν είχε, σ’ αύτόν δέν μπορούσε νά άποδειχθεΐ.
Οί μέγιστοι άνθρωποι στήν ιστορία ήταν καί προορατικοί. Οί προορατικοί ήταν οί θρησκευόμενοι. Καί οί θρησκευόμενοι έδιναν μορφή στήν άνθρώπινη ζωή. Έμεΐς πρέπει, άδέλφια, νά άκολουθήσουμε τούς μέγιστους, τούς προορατικούς καί τούς θρησκευόμενους. Πρέπει νά βαδίζουμε πίσω άπ’ αύτούς μέ έμπιστοσύνη. Ό Θεός δέν θά τούς άφήσει αύτούς νά πάνε στήν καταστροφή καί έκείνοι δέν θά άφήσουν έμάς νά χαθούμε.
Ό Θεός είναι ό κυριότατος έγγυητής τής άθανασίας μας, τής άνάστασής μας μετά τό θάνατο. Ή ζωή μας είναι ή δική Του ζωή. Ή ζωή μας είναι άγαπητή σ’ Εκείνον σάν τήν ‘ίδια Του τή ζωή. Αύτύς όχι μόνο δέν θέλει, άλλά καί δέν μπορεί νά τήν καταστρέψει. Ό Θεός δέν δημιούργησε τή ζωή γιά νά έχει τί νά καταστρέφει. Ό Θεός άγαπά νά δείχνει τή δημιουργική Του δύναμη καί όχι τήν καταστρεπτική. Όλα όσα δημιούργησε,τά δημιούργησε γιά νά έξελίσσονται καί νά ζοϋν. Όλοι έμείς είμαστε σκεύη τής θεϊκής ζωής, τά όποία βαθμιαία έπεκτείνονται, έτσι ώστε όλο καί περισσότερο νά συλλαμβάνουν μέσα τους αύτή τή ζωή. Όλο καί περισσότερο έμεΐς περνάμε στόν Θεό καί ό Θεός σέ μάς. Ό θάνατος δέν είναι τίποτε άλλο παρά παρότρυνση στή ζωή. Ό θάνατος κάνει τή ζωή πιό δυναμική. Ό θάνατος δέν είναι τό άφεντικό άλλά ό ύπηρέτης, υπηρέτης τοϋ Θεοϋ καί τής ζωής. Ό πλανήτης μας δέν είναι βασίλειο τοϋ θανάτου, άλλά πεδίο όπου ό θάνατος είναι ό πιό μισητός μισθοφόρος. Έμεΐς τόσο πιστεύουμε στή ζωή, ώστε άκόμα καί τό θάνατο παρουσιάζουμε σάν ζωντανό. Οί ζωγράφοι ζωγραφίζουν τό
θάνατο σάν ένα σκελετωμένο όν,πού περπατά μέ δρεπάνι καί θερίζει στό λιβάδι τής ζωής. ‘Ή τόν παρουσιάζουν σάν σκοτεινό καβαλάρη, πού έπά-νω άπ’ τύ άλογο πατά τήν άνθρώπινη μυρμηγκοφωλιά. Ή σάν μουσικό μέ βιολί, πού μέ τό μαγικό παίξιμο προσελκύει τούς άνθρώπους πρός τό μέρος του καί τούς άφαιρεΐ τή ζωή. Σέ κάθε περίπτωση , δηλαδή, ή φαντασία μας παρουσιάζει τό θάνατο ώς ζωντανό όν. Πόσο παράλογο είναι νά πιστεύουμε ότι ό θάνατος ζει, καί συνάμα έμεΐς νά πεθαίνουμε! Πόσο παράλογο είναι νά θεωρούμε τό θάνατο, πού είναι άντίπαλος τής ζωής, άθάνα-το, καί ταυτόχρονα έμάς, πού είμαστε φορείς τής ζωής, θνητούς!
Όμως, είναι λογικό νά σκεφτόμαστε ότι ή ζωή μας είναι άνεξάρτητη τελείως άπ’ αύτή τή «σκοτεινή» δύναμη, πού λέγεται θάνατος, καί ότι είναι έξαρτημένη έξολοκλήρου άπό τόν Θεό. Καί είναι λογικό νά σκεφτόμαστε ότι γιά μάς είναι καλύτερο νά έξαρτιόμαστε άπό τόν Θεό παρά νά έξαρτιόμαστε άπό τούς ίδιους τούς έαυτούς μας. Άφού ή εξάρτηση άπό τόν Θεό σημαίνει έξάρτηση άπό τόν αιώνιο νού καί τήν άγαθοσύνη, άπό τήν τέλεια άγάπη καί τήν άρμονία, άπό τήν πατρική καρδιά, άπό τύ δίκαιο καί τό φώς, άπό τή μονιμότητα καί τήν αιωνιότητα. Ένώ ή έξάρτηση άπό τούς ίδιους τούς έαυτούς μας γιά μάς σημαίνει έξάρτηση άπό τήν άγνωσία καί τό κακό, άπό τό μίσος καί τή μελαγχολία, άπό τήν ύπερηφάνεια καί τήν άστάθεια, άπό τό σκότος καί τήν ταλαντευόμενη χρονικότητα. Ό στόχος πού ό Θεός έβαλε στό θάνατο εΐναι σίγουρα καλύτερος άπ’ όλους τούς στόχους πού θά μπορούσαμε έμεϊς νά τοϋ βάλουμε. Ό θάνατος πρέπει νά άποσυνθέσει, νά άποδομήσει, νά κοιμίσει, ώστε Εκείνος νά συνθέσει, νά οικοδομήσει, νά έγείρει.
Έμεΐς άπό τό χώμα γίναμε καί πάλι στό χώμα πάμε. ‘Άς μή μάς φοβίζει αύτό καθόλου. Τό χώμα είναι καθαρό καί άθώο, ό τάφος πάνω του δέν είναι πιό κρύος άπό τήν κούνια. Τύ χώμα είναι ένα πιύ σύνθετο σώμα άπό τό δικό μας καί ένα πιό σύνθετο πνεύμα άπύ τό δικό μας. Τό χώμα είναι ό άγγελος πού μάς τρέφει, ό καλός μας, φτερωτός άρχιστράτηγος, πού στό πέταγμά του γύρω άπό τόν ήλιο νίβεται άσταμάτητα στό ήλιακό φώς. Στά φτερά του φέρνει έμάς, τά παιδιά του,γύρω άπό τόν μεγάλο φωτιστικό τής οικουμένης. Πετά μαζί μας,γεμάτος πνεύμα καί άγάπη καί χαρά ζωής. Ή γή είναι όλη ζωντανή, εντελώς ζωντανή. Τό Πνεύμα τοϋ Θεοϋ είναι άσταμάτητα έπάνω της καί μέσα της. Τό Πνεύμα τοϋ Θεοϋ άσταμάτητα τήν ζωογονεί. Τά σκορπισμένα κόκαλα στή γή φοβίζουν τά μάτια, όμως όχι τό πνεύμα. Τό σαπισμένο κρέας κάτω άπό τή γή φοβίζει τόν άνθρωπο, όμως όχι καί τόν Θεό. Αφού άπό ένα βλέμμα τοϋ Θεοϋ όλα τά σκορπισμένα ενώνονται καί όλα τά σαπισμένα ζωντανεύουν.
Θυμηθείτε τό φημισμένο όραμα τοϋ προφήτη Ιεζεκιήλ, πού μέ τό προικισμένο χέρι τοϋ Μιχαήλ ‘Αγγέλου αίωνιοποιήθηκε μέ χρώμα. Ό Θεός δείχνει στόν
προφήτη τήν κοιλάδα γεμάτη μέ νεκρά όστά καί τόν ρωτά: «Υιέ τοϋ άνθρώπου, θά ζωντανέψουν αύτά τά όστά; ». Καί λέει ό προφήτης : «Είπα: “Κύριε, Κύριε,έσύ ξέρεις”».
Τοτε μοϋ είπε: “Προφήτευσε γιά τά όστά καί πές τους: Στεγνά κόκαλα, άκοϋστε λόγο τοϋ Κυρίου”.
Καί προφήτευσα όπως είχα διαταχθεί, καί μπήκε σ’ αύτά πνεύμα, καί ζωντάνεψαν, καί στάθηκαν στά πόδια, καί ήταν πολύ μεγάλος στρατός» (Ίεζ. 37,1-
10).
‘Άς ομολογήσουμε, άδέλφια, τόν Θεό ώς τόν κυρίαρχο τής ζωής καί όχι τόν θάνατο.
Αύτή ή ομολογία θά μάς οδηγήσει στήν έμπιστοσύνη πρός τόν ούράνιο Πατέρα μας, πού θά γεμίσει τήν ψυχή μας μέ χαρά καί προσευχή: «Θεέ, έμεϊς είμαστε σκόνη πού έσύ ζωντάνεψες μέ τό πνεύμα σου. Μάς τοποθέτησες σέ μία κοιλάδα παραγεμισμένη μέ νεκρά οστά καί σάπιο κρέας. Δώσε μας δύναμη, νά μπορέσουμε νά άντέξουμε τήν παραμορφωμένη όψη τών νεκρών, τών οποίων τόν άριθμό καί εμείς σήμερα – αύριο θά αύξήσουμε.
Έσύ θά μάς άναστήσεις έκ νεκρών, Θεέ, όπως άνέστησες τόν Υιό Σου,τόν Χριστό,τόν άδελφό μας. Έσύ δέν γέννησες τά παιδιά σου, Πατέρα, μόνο καί μόνο γιά νά κοιτάξουν στιγμιαία τόν πολυτελή σου οίκο κι ύστερα νά τά πετάξεις στό σκοτάδι, στή μεγαλύτερη φυλακή. Έσύ δέν τά γέννησες γιά νά τούς καταπίνει τό σκοτάδι. Έσύ τά γέννησες γιά νά είναι σύντροφοι σου στήν αιωνιότητα.
»Δέν σέ ρωτάμε, Πατέρα, σέ τί είδους σώμα θά μάς ντύσεις, στήν άλλη ζωή, ούτε μέ ποιά δύναμη θά μάς ζωντανέψεις. “Οχι· όμως Σέ παρακαλούμε μόνο: Δυνάμωσε τήν έμπιστοσύνη μας πρός Εσένα καί τήν πίστη μας στή ζωή. Αφού ό,τι Έσύ κάνεις μέ μάς, θά είναι άσύγκριτα σοφότερο άπό εκείνο πού έμεΐς θά κάναμε μόνοι μας. Τά σχέδιά Σου είναι καλύτερα άπ’ όλες τίς επιθυμίες μας. Ή όύναμή Σου ύπερβαίνει όλη τή φαντασία μας. Έσύ πού έχεις τή δύναμη νά δημιουργήσεις, έχεις δύναμη καί νά θανατώσεις, καί Έσύ πού έχεις δύναμη νά θανατώσεις, έχεις τή δύναμη καί νά ζωντανέψεις. Δημιουργέ τών ζωντανών άνάστησε τούς νεκρούς, δημιούργησε σέ μάς τούς ζωντανούς τήν πίστη στήν άνάσταση, άφού χωρίς αύτή τήν πίστη είμαστε ζωντανοί νεκροί, καί έπισκέψου μας μετά τό θάνατο, ώστε καί έμεΐς, άν καί νεκροί, νά έρθουμε στή ζωή. Μόνο Έσύ νά είσαι πάντα μαζί μας, στή ζωή καί στό θάνατο, καί έμεΐς θά έχουμε πάντα ό ,τι έπιθυμούμε. Αφού Έσύ είσαι ή ζωή καί ό ζωοδότης, άπό πάντα καί γιά πάντα. Αμήν».
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Αργά βαδίζει ο Χριστός
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
ΠΗΓΗ